Δ
δ’λειά (η): | |
δάρτ' (το): | ξύλο για το αλώνισμα των δημητριακών |
δάχ’λο (το): | δάχτυλο |
δαχλιά (η): | αποτύπωμα από δάκτυλο |
δγιουφύρ’ (το): | γεφύρι |
δείξιος – ποίξιος (ο): | ελεεινός, θα του δείξω και θα του κάνω |
δέντρος (ο): | δρυς |
δέσ’ (η): | σύνδεση του αυλακιού με το ποτάμι ή την πηγή και τα ενδιάμεσα σημεία σύνδεσης του κεντρικού αρδευτικού αυλακιού |
διακόβου (ρ.): | φτάνω γρηγορότερα από κάποιον άλλον, ξεπερνώ |
διακονιάρης (ο): | ζητιάνος |
διαλιούργια (τα): | αυτά που απομένουν μετά τη διαλογή |
διάσελο (το): | στενή διάβαση, αυχένας μεταξύ βουνών ή λόφων |
διασίδ' (το): | νήμα της ύφανσης στον αργαλειό |
διάτανος (ο): | διάβολος |
διβολίζου (ρ.): | οργώνω το χωράφι δεύτερη φορά |
δικέλλ’ (το): | σκαπτικό εργαλείο με δυο μύτες |
δικριάνι' (το): | διχαλωτό ξύλο για το λίχνισμα του άχυρου |
διπλάρ’κα (τα): | δίδυμα αδέρφια |
διπλοπόδ’ (το): | κάθισμα στο δάπεδο ή στο στρώμα με διπλωμένα πόδια |
δίστρατο (το): | σημείο διακλάδωσης του δρόμου |
δίφορα (τα): | σύκα που γίνονται δυο φορές το χρόνο |
δοντάγρα (η): | ειδική τανάλια για την εξαγωγή δοντιών |
δούγα (η): | σανίδα βαρελιού |
δραγάτ’ς (ο): | αγροφύλακας |
δροτσίλα (η): | ερεθισμός, κοκκινάδα |
δρουλάπ’ (το): | χιονοθύελλα, καταρρακτώδης βροχή |