Β
β’κέντρα (η): | μακρύ αιχμηρό ραβδί για το κέντρισμα των βοδιών κατά το όργωμα |
β’νί (το): | βουνό |
β’τσέλα (η): | είδος ξύλινης βαρέλας νερού |
βααίνου ή βαϊζου (ρ.): | γέρνω από τη μια πλευρά από το πολύ βάρος |
βάβου (η): | γιαγιά |
βαϊζου (ρ.): | γέρνω |
βαρβατσέλ’ (το): | μικρό τραγάκι, παιδί που παριστάνει τον άντρα |
βαρκό (το): | χωράφι που έχει συνέχεια νερό |
βατσνιά (η): | βατομουριά |
βελάν’ (το): | βελανίδι |
βελέντζα (η): | χοντρό μάλλινο υφαντό κλινοσκέπασμα |
βερέμ'κα (επίρ.): | πλάγια |
βετούλ' (το): | κατσίκι ενός έτους |
βίγλα (η): | παρατηρητήριο |
βιδούρα (η): | ξύλινο δοχείο για γαλακτοκομικά προϊόντα |
βιρβιρίτσα (η): | σκίουρος |
βίτσα (η): | λεπτή βέργα |
βλάρ’ (το): | τόπι υφάσματος, καθένα από τα κομμάτια που υφαίνεται στον αργαλειό, τα οποία στη συνέχεια ράβονται μεταξύ τους και αποτελούν το ολοκληρωμένο ρούχο |
βλιώρα (η): | ζιζάνιο των σπαρτών, σιχαμερός άνθρωπος |
βλουγάει (ρ.): | υπάρχει, υφίσταται, μετράει |
βλουγούδ’(το): | μικρό πρόσφορο |
βολεί (ρ. απρόσ.): | βολεύει, μπορεί, είναι εύκολο |
βόμπ’ρας (ο): | μικρό ζωύφιο, μικρόσωμο, κινητικό και έξυπνο παιδί |
βουζίλα (η): | μοχλός |
βουλά (η): | φορά |
βούρ: | εμπρός ,όλοι μαζί, ορμήστε |
βουρλουτύρ’(το): | γαλοτύρι, τσιαλαφούτι |
βρετ’κά (τα): | εύρετρα, αμοιβή κάποιου που βρήκε και παρέδωσε κάτι |
βρος (ο): | λάκκος που κρατάει νερό |
βρουκόλακας (ο): | βρικόλακας, φάντασμα |
βρυτσούλ’ (το): | τόπος που αναβλύζει νερό, υγρότοπος |
βυζοσάκ’λες (οι): | πάνινες σακκουλίτσες που βάζουν στους πολύ μεγάλους μαστούς μερικών γιδιών για να τους προστατεύσουν από τραυματισμούς |