Κανάλι YouTube

Είσοδος

Ν

 

νείρομαι (ρ.):  ονειρεύομαι, επιθυμώ
νεροφόρος (ο):  διανομέας νερού για το πότισμα των χωραφιών
νευροκαβαλίκεμα (το):  μυική κράμπα
νιροτρουβιά (η):  νεροτριβή, τεχνητή δεξαμενή νερού σχήματος κάδου στην οποία πλένονται τα κλινοσκεπάσματα
νόμ':  δώσε μου
ντάβανος (ο):  μεγάλη μύγα που τσιμπάει τα ζώα
νταβαντούρ’ (το):  φασαρία
νταβάς (ο):  μεγάλο ταψί
νταγλαράς (ο):  εύσωμος
νταϊρές (ο):  ντέφι
νταραβέρ’ (το):  συναλλαγή, δοσοληψία
ντζερεμές (ο):  άδικο πρόστιμο
ντζίν' (το):  έξυπνος άνθρωπος
ντζιώρας (ο):  ξεροκέφαλος
ντιπ (επίρ.):  καθόλου
ντορός (ο):  ίχνη άγριου ζώου
ντράβαλο (το):  φασαρία, τσακωμός
ντραμζάνα (η):  μεγάλη γυάλινη μπουκάλα για ποτά
ντρίλ’ (το):  είδος βαμβακερού υφάσματος
ντρόχαλα (τα):  πολλές πέτρες μετρίου μεγέθους
ντχάλα (η):  διχάλα
No votes yet

Νέα του Συλλόγου