Κανάλι YouTube

Είσοδος

Η ομιλία του Λέκτορα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κου Δημητρίου Ράπτη για τους Ηπειρώτες Ευεργέτες

ομιλία του Λέκτορα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κου Δημητρίου Ράπτη

Ο Ηπειρωτικός ευεργετισμός ως παράδειγμα ευποιΐας

Όταν καλείται κανείς να μιλήσει για ένα τέτοιο θέμα, όπως αυτό των Ευεργετών, κινδυνεύει να μην ανταποκριθεί στις προσδοκίες σας είτε γιατί μπορεί να υπερτονίσει άθελά του ανύπαρκτες πτυχές του θέματος είτε μπορεί να του διαφύγουν άλλες κεντρικές και σπουδαίες απαραίτητες, όμως, για τη σκιαγράφηση της πραγματικής εικόνας. Σε κάθε περίπτωση θα επιδιώξω να είμαι συνεπής και να τιμήσω με τον δέοντα τρόπο αυτά τα πρόσωπα που λάμπρυναν όχι μόνο την Ήπειρο αλλά ολόκληρο τον Ελληνισμό.

Επιτρέψτε μου να αρχίσω την ομιλία μου με ένα περιστατικό το οποίο στο πρώτο άκουσμά του φαίνεται να μην έχει σχέση με το θέμα της αποψινής ομιλίας. Νόμιζα, και ήμουν σίγουρος γι’ αυτό, ότι μέχρι πρότινος ήξερα όλες τις γιορτές του ημερολογίου, τουλάχιστον τις σπουδαιότερες από αυτές και λόγω ασχολίας και λόγω βιωμάτων.
Έλα, όμως, που σκόνταψα στην ερώτηση ενός βαθυστόχαστου γέρου από αυτούς τους τελευταίους «λαϊκούς φιλοσόφους» που αναπτύσσουν μια βιοθεωρία και μια κοσμοθεωρία καταστάλαγμα ενός αιώνα εμπειρικής παρατήρησης.
Με ρώτησε, λοιπόν, πότε και πόσες φορές γιορτάζεται η «αγία Τσέπη». Δεν πήγε αμέσως το μυαλό μου σε κείνο που άρχισε να μου αφηγείται: στην εν λόγω αγία, στις δραστηριότητές της, στην ανακήρυξή της κ.τ.ό.
Με εντυπωσίασε η λαϊκή ευστοχία, γι’ αυτό που όλοι μας τάχα ξορκίζουμε στο όνομα μιας κοινωνίας του «εμείς» και κυβερνήσεις και κόμματα επιδιώκουν εδώ και χρόνια, δυστυχώς μόνον φραστικά, να θεραπεύσουν. Η μίζα, η προμήθεια, η συναλλαγή, το ύποπτο χρήμα, το ξέπλυμα του χρήματος, ο χορός των εκατομμυρίων είναι ο βιότοπος αυτής της κατασκευασμένης αγίας και μαζί με την οσία ατιμωρησία συνέρχονται συχνά και ανακηρύσσουν την αγία Τσέπη κυρίαρχη του συστήματος.

Επομένως, μάλλον γιορτάζεται καθημερινά. Πώς να πείσεις, αλλά και γιατί, αυτό το σοφό γεροντάκι για το αντίθετο, ότι δηλαδή δε σημαίνει αν κανείς ανακατώνεται με το μέλι σώνει και καλά θα γλείψει οπωσδήποτε και το δάκτυλό του, όταν το τελευταίο έγινε σήμερα απαράβατος κανόνας, μέτρο ηθικής στάσης του σύγχρονου ανθρώπου, κριτήριο επιλογής, τοποθέτησης, ανέλιξης και προαγωγής. Όταν ο ίδιος αυτός ο σοφός μού αράδιασε ένα κατεβατό από τέτοιες τσέπες που τον ανάγκασε η ζωή να τις γιομίσει ο ίδιος και που ο φακός της δημοσιότητας δεν τις φωτίζει. Και το χειρότερο. Η κοινωνία μας δίνει βήμα σε όλους αυτούς και σ’ αυτό το σύστημα, σ’ αυτόν τον βιότοπο, που καλλιεργεί και προάγει την οσία ατιμωρησία και την αγία τσέπη.

Εύλογα θα αναρωτιέστε μα πού ταιριάζει αυτή η εισαγωγή και τη σχέση μπορεί να έχει με το εν λόγω θέμα, όπως άλλωστε σημείωσα και παραπάνω. Πράγματι, δεν θα είχε καμία σχέση, αν δεν ήταν μάταιος ο κόπος μου στο εξής να τον πείσω για ανιδιοτελείς προσφορές των ανθρώπων, για ευεργέτες και ευεργεσίες, όταν ο ίδιος είχε ήδη διαμορφωμένο στο μυαλό του το πλαίσιο της σύγχρονης ζωής. Αυτό με δυσκόλεψε πραγματικά τότε, αλλά με κάνει και τώρα να νιώθω λιγάκι άβολα απόψε εδώ σ’ αυτό το φιλόξενο και ζεστό περιβάλλον με τόσους αγαπητούς φίλους. Να τοποθετήσω δηλαδή τους ευεργέτες μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο λειτουργίας της τωρινής κοινωνίας. Μα είναι δυνατόν σήμερα με τόση κακή διαχείριση και διασπάθιση του δημοσίου χρήματος να μιλά κανείς για ανιδιοτελή προσφορά; Καλά πριν από διακόσια χρόνια υπήρξε η Οθωμανική αυτοκρατορία και οι Έλληνες ήταν κατακτημένοι. Σήμερα;
Το αποτολμώ, όμως, γιατί είναι πρόκληση και συνάμα πρόσκληση.
Πρόκληση γιατί ανάμεσα από τη μια στα βαλτόνερα του ατομισμού, του ωφελιμισμού και της υλοφροσύνης – τα κύρια χαρακτηριστικά, άλλωστε, της εποχής μας –και από την άλλη σ’ αυτή την προβληματική σχέση του ατόμου με την ομάδα, το σύνολο, θέλω να συμβάλλω, όσο αυτό είναι εφικτό, στην άνθιση του δέντρου της ευποιΐας, του συναδελφισμού και στην καλλιέργεια της έννοιας του συνανθρώπου. Θέλω να συμβάλλω στην αντιστροφή του κλίματος, αν γίνεται, προς την κοινωνία των πολιτών και όχι της ιδιώτευσης και της άρνησης. Δεν θέλω να πω μ’ αυτό ότι εξέλιπαν οι εργάτες του καλού και δεν υπάρχουν άνθρωποι ακέραιοι που ενστερνίζονται την προσφορά στο κοινωνικό σύνολο. Απλώς δεν φαίνονται, γιατί αυτήν την εποχή ο φακός είναι στραμμένος αλλού και πρέπει με κάθε τρόπο να τους αναδείξουμε. Η εποχή μας, όμως, δεν ευνοεί τέτοιου είδους αποτιμήσεις, γιατί έχει παραστρατήσει από το λαμπερό αλλά ψεύτικο φως μιας δήθεν ευζωίας.
Είμαστε αλλού στραμμένοι και αρμενίζουμε σε λάθος γιαλό. Χάσαμε τον προσανατολισμό μας –δεν χρειάζεται να κάνω ιδιαίτερη αναφορά για όλα αυτά που άδικα φορτώνεται στην πλάτη της τελευταία η ελληνική κοινωνία χωρίς ορατό τέλος και αυτό, φυσικά, δεν είναι ζήτημα τωρινό. Επήλθε σταδιακά, μεθοδευμένα και με στόχο. Να αδυνατήσουν όλοι εκείνοι οι μηχανισμοί που κρατούν ένα λαό στην αξιοπρέπεια, στις αξίες του, στη δικιά του πορεία, γιατί έτσι αυτός ο λαός αλώνεται ευκολότερα. Θέλετε πέστε το αυτό πολιτική μυωπία, αβελτηρία, άγνοια, ηθελημένη παράδοση και υποταγή!
Και όταν αδυνατίζουν όλοι εκείνοι οι μηχανισμοί που στηρίζουν την συνεκτικότητα ενός λαού και υποχωρεί και διαλύεται ο κοινωνικός ιστός, εύκολα ετεροκαθορίζεται και κυριεύεται αυτός ο λαός ανέξοδα και σε σύντομο χρονικό διάστημα. Και επειδή η ιστορία και ο πολιτισμός του είναι τα στοιχεία που τον προσδιορίζουν και αυτά έχει ο καθένας ως διαφοροποιητικά στοιχεία από τον άλλον πρέπει να τα σπουδάζουμε κάτι που δεν γίνεται όσο και όπως θα έπρεπε.
Είτε γιατί ατενίζουμε το μέλλον κοντόφθαλμα είτε γιατί δεν ορθώνουμε το ανάστημα να χρησιμοποιήσουμε ιθαγενή στοιχεία στο σύγχρονο χάος. Οι ευεργέτες, τοπικοί και εννοώ όχι μόνον Ηπειρώτες, είτε εθνικοί δεν είναι γνωστοί αλλά και η πολιτεία δεν τους τοποθέτησε στην αρμόζουσα θέση. Ούτε φρόντισε να τους μαθαίνουν στα σχολειά και να παραδειγματίζονται οι νεότεροι. Ίσως, γιατί δεν είναι ελεύθερον το πεδίον δράσης σ’ αυτόν τον τομέα. Τόσο αγνοεί τα πράγματα που με παραξένεψε πραγματικά, όταν άκουσα ότι υπάρχουν σήμερα κληροδοτήματα που είναι ανενεργά. Και δεν εννοώ αυτά που κατέστησε ανενεργά με τη δέσμευση των χρημάτων στις αρχές του αιώνα το καθεστώς της Ρωσίας. Αναφέρομαι κατά κύριο λόγο σε κείνα που για ανεξήγητους λόγους οι υπεύθυνοι να τα ενεργοποιήσουν τα αφήνουν ανενεργά. Δεν κάνω λόγο, φυσικά, για την έκφραση ευγνωμοσύνης που πρέπει να δείχνουμε και την καλλιέργεια σεβασμού απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Αυτά είναι αμελητέα ποσότητα και δεν παρατηρούνται ούτε σε κείνους που ευεργετούνται άμεσα.
Υπό την έννοια αυτή τα λόγια της αυτοκρατόρισσας της Ρωσίας μοιάζουν εξωγήινα, όταν απευθυνόμενη στον Ζώη Ζωσιμά, το γνωστό Ηπειρώτη στην καταγωγή Εθνικό Ευεργέτη του λέει επαινετικά τα εξής:
Κύριε Ζωσιμά!
“Αι ευεργεσία τας οποίας καθημερινώς κάμνετε εις τους ομογενείς σας και εις το γένος των Ρώσων είναι και εις Ημάς και εις τον Αυτοκράτορα γνωσταί. Εξακολουθείτε το θεάρεστον τούτον έργον και έστε πεπεισμένοι ότι παρά τας ευαριστίας Ημών και αι ευλογίαι των ευεργετουμένων φθάνουσιν εις τον ουρανόν» Και έπειτα στραφείσα προς τους ομογενείς μας είπεν, «τον άνδρα τούτον, ω Γραικοί, πρέπει μεγάλως να σέβησθε και να τον θεωρείται ως καύχημα του γένους σας». Όταν έλεγε αυτά, ήξερε πολύ καλά ποιον είχε απέναντί της. Γνώριζε τις διαστάσεις του φαινομένου, γιατί ο Ζωσιμάς ήταν ένας από αυτούς που ευεργετούσαν και τη Ρωσική κοινωνία. Αλλά και ο Κυβερνήτης της Ελλάδας, ο Ιωάννης Καποδίστριας, γράφοντας μία ευχαριστήριο επιστολή στον Νικόλαο Ζωσιμά, στη Μόσχα, στις 23 Δεκεμβρίου του 1828 του λέει: «Μετά μεγάλης ευγνωμοσύνης λαμβάνει η Κυβέρνησις τα εικοσιτέσσερα κιβώτια των βιβλίων α δωρίζετε προς Χριστιανικήν και επιστημονικήν εκπαίδευσιν της Ελληνικής νεολαίας…μετά της αυτής ευγνωμοσύνης θέλομεν υποδεχθεί και όσα έτι υπόσχεσθε να μας στείλετε…».
Φυσικά, τα λόγια αυτά των δυο κυβερνητών είναι ενδεικτικά για το φαινόμενο της ευεργεσίας στη ζωή και για τη θέση που τους προόριζε η τότε κοινωνία σε σχέση με τη σημερινή.

Απόψε ο Ηπειρωτικός Σύλλογος με την πρωτοβουλία του αυτή –φυσικά έχουν γίνει κατά καιρούς και άλλες –ξαναθυμίζει το ζήτημα των ευεργετών και φαντάζομαι πιστεύει ότι σε ανθρώπους που στάθηκαν στη ζωή τους γενναίοι με έργα, πρέπει με έργα να εκφράζονται και οι τιμές, όπως δηλώνει και ο Θουκυδίδης αποχαιρετώντας τους νεκρούς του πολέμου. Έργα τέτοια, λοιπόν, που σχεδίασε και ο Σύλλογος των Ηπειρωτών για τους Ηπειρώτες Ευεργέτες και που θα έχετε την ευκαιρία να τα γνωρίσετε όλοι σας από τα εκπαιδευτικά CD που ετοίμασε, επιλογή που με απαλλάσσει και μένα από το να καταπονήσω την υπομονή σας με λεπτομέρειες γύρω από το θέμα. Υπό την έννοια αυτή τα συγχαρητήρια είναι μηδαμινή μνεία για όσους εργάστηκαν για αυτή την εκπαιδευτική πράξη που θα αναθερμάνει και θα στερεώσει τη μνήμη.
Γιατί είναι πολύ σημαντικό να φέρνει κανείς στη μνήμη του και να τιμά τους ανθρώπους που πρόσφεραν στο σύνολο. Γιατί το σύνολο ως υπερκείμενη έννοια περιλαμβάνει το εγώ και είναι το άθροισμά τους.

Επομένως, ό,τι συμβαίνει στο σύνολο διαχέεται στα εγώ, ενώ δεν συμβαίνει και το αντίθετο. Εξάλλου, η μνήμη είναι ο ομφάλιος λώρος που τροφοδοτεί και στερεώνει την πορεία, ιδιαίτερα σήμερα που σημειώνεται μια ρήξη με το παρελθόν και μια ανατροπή, θα την έλεγα «κοινωνική αταξία», η ισορροπία της οποίας δεν φαίνεται, προς το παρόν, να αποκαθίσταται. Ούτε η αναφορά αυτή στη μνήμη στέκεται εμπόδιο στην πρόοδο και στο καινούργιο, όπως θα ισχυριζόταν κανείς, Αντιθέτως, στη σύνθεση των πολιτισμών και στη δημιουργική γονιμοποίησή τους η αναφορά ή η γνωριμία με τη μνήμη αποτελεί τη βάση για το καινούργιο μόρφωμα. Είναι το οξυγόνο και η ανάσα στη δημιουργία.

Όμως, η κοινωνία μας αυτή τη μνήμη, αυτούς τους ανθρώπους που διαθέτουν το χρόνο πέρα από το άτομό τους, όταν οι άλλοι καθεύδουν προκλητικά, ή όταν, όπως εν προκειμένω, διαθέτουν ολόκληρη την περιουσία τους, τους καρπούς μιας ζωής, δεν έχει συνηθίσει, δυστυχώς, όχι μόνον εν ζωή, μα ούτε και μετά θάνατον, να τους τιμά, ούτε συνηθίζει να γνωρίζει πράγματα για τη ζωή ανθρώπων που διέθεσαν το έχος τους στην κοινωνία. Αντί αυτού ο σύγχρονος άνθρωπος υπερτιμώντας φανερά, το βλέπουμε καθημερινά, άλλωστε αυτό, τις τρομερές τεχνολογικές επιδόσεις, συνεχίζει όχι μόνο να υποτιμά τις αξίες, αλλά και να δίνει –και αυτό είναι το ανησυχητικό - προβάδισμα στους ευκαιριακά λάμποντες αστέρες, κενοί κατά τα άλλα ουσιαστικού περιεχομένου. Τους δίνει βήμα έκφρασης και τους καταξιώνει ως διαμορφωτές συνειδήσεων. Είναι ανάγκη, σήμερα όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία της χώρας μας, να δώσουμε όνειρα πέρα από την αφθονία του σύγχρονου ανθρώπου, να δώσουμε φως στις τυφλές εκείνες δυνάμεις που αιχμαλώτισε η επιστήμη, για να γιομίσει αυτό το κενό που μας κάνει να νιώθουμε πως είμαστε ένα πήλινο παρελθόν. Υπ’ αυτό το πρίσμα η τιμή στη μνήμη των ανθρώπων που ξόδεψαν τις δυνάμεις τους και τον πλούτο τους για το ανθρώπινο όνειρο είναι ένα ελπιδοφόρο μήνυμα στην άνυδρη πνευματικά εποχή μας.
Αλλά όλοι θα συμφωνήσουμε, φαντάζομαι, ότι είμαστε ή πρέπει, τουλάχιστον, να είμαστε όντα που επιβάλλεται να αναζητούμε στη ζωή νοήματα και υπό την έννοια αυτή μας δίνεται και η δυνατότητα να τοποθετήσουμε και τη ζωή μας σε ένα ευρύτερο πλαίσιο στόχων και σκοπών.
Μας απασχολούν το ίδιο οι καταθλιπτικές και χαοτικές καταστάσεις που συναντάμε στη ζωή μαζί με κείνες που δίνουν νόημα και κάποια αξία. Έτσι, ο ορατός και υλικός κόσμος δεν είναι ή δεν πρέπει να είναι και η μοναδική στόχευση. Η ζωή είναι και κάτι πιο πέρα από αυτά. Η κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων από αρχής συνδέεται με κινήσεις αλληλοβοήθειας προς το συνάνθρωπο, πρώτα προς το συγγενικό περιβάλλον και άμεσο κοινοτικό, για να επεκταθούν ευρύτερα στην κοινωνία και την ανθρωπότητα δημιουργώντας έτσι ένα πλέγμα σχέσεων που διαπνέονται από φιλαλληλία και αγάπη προς το συνάνθρωπο. Είναι υπόθεση αιώνων η δημιουργία αυτής της αντίληψης, το «εγώ», δηλαδή να φωλεύει στο «εμείς» και να σιγουρεύεται κανείς με την ιδέα πως όταν ευτυχεί το σύνολο μέρος αυτής της ευτυχίας απολαμβάνει και το άτομο.

Ο πρώτος επώνυμος ευεργέτης της ανθρωπότητας γνωστός από τον τραγικό ποιητή της αρχαιότητας τον Αισχύλο ήταν ο Προμηθέας – θα ήταν, υποθέτω, και πολλοί ως τότε άλλοι ανώνυμοι που σήκωναν το χέρι βοηθείας στο συνάνθρωπό τους με πιο απλές ενέργειες – ο Προμηθέας, λοιπόν, που ανέβηκε στον Όλυμπο και έκλεψε τη φωτιά, το φως της γνώσης, και το πρόσφερε, σημαντική ωφέλεια, στους ανθρώπους. Και αν αυτό είναι στη σφαίρα της μυθολογίας και της λογοτεχνικής μετάπλασης, στη φαντασία δηλαδή, δεν άργησε να γίνει και κοινωνική πραγματικότητα αργότερα με τη θεσμοθετημένη μορφή των χορηγιών στην αρχαία Αθήνα, η υποχρέωση δηλαδή του πλούσιου Αθηναίου πολίτη να καταβάλει τα έξοδα του χορού στο ανέβασμα δράματος στη γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων, άσχετα αν στην πορεία η λέξη έχασε εν μέρει το πραγματικό της νόημα που είναι η καταβολή χρημάτων για την πραγματοποίηση ενός έργου κοινής ωφελείας και ντύθηκε με ξένο ένδυμα (σπόνσορας) και ο σκοπός ευρύτερος, όπως διαφήμιση, προβολή κτλ. Αλλά και η ευαγγελική ρήση υιοθέτησε κατεξοχήν αυτό το πνεύμα της προσφοράς στο συνάνθρωπο και την κοινωνία με τρόπο που συνοψίζεται στο: «αυτός που ελεεί το φτωχό, δανείζει το Θεό».
Στο παραπάνω πλαίσιο κινήθηκαν με ανιδιοτέλεια, ψυχική ανωτερότητα και βαθύ αίσθημα προσφοράς και αγάπης για την πατρίδα και τον συνάνθρωπο πάρα πολλοί Ηπειρώτες, χωρίς να αγνοούμε και το σύνολο σε εθνικό επίπεδο των ευεργετών, και τοποθετώντας το «εγώ» στο «εμείς» ακούμπησαν στην πατρίδα τον ιδρώτα της ξενιτιάς. Και τον διέθεσαν περισσότερο σε ένα σημαντικό κεφάλαιο, αυτό της παιδείας, για την ανάταξη του γένους και την εδραίωση της νεοελληνικής αναγέννησης τότε, αλλά και για την υγεία και την κοινωνική πρόοδο. Η σκλαβιά και η ορεινότητα του εδάφους τούς ώθησαν μακριά από την πατρίδα έως και τις Ινδίες και την Αίγυπτο και σήμερα παντού. Η κυριότερη ασχολία τους είναι το εμπόριο που απέφερε σημαντικά κέρδη.

Ποιο είναι το πορτρέτο του ευεργέτη; Όλοι τους είχαν ως μέλημα και μάλιστα κύρια φροντίδα αφενός μεν την προετοιμασία του γένους για την απελευθέρωση με τη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών που θα την εγκαθιδρύσουν καλύτερα και αφετέρου την ίδια την κοινωνία και την καθημερινότητά της. Ο ρόλος που διαδραμάτισαν την περίοδο της απελευθέρωσης οι εθνικοί ευεργέτες ήταν καθοριστικός για τη μετέπειτα διαδρομή της Ελλάδας. Αυτό είναι εύκολο να το διαπιστώσει κανείς, αν ακούσουμε προσεκτικά στο σημείο αυτό έναν ενδεικτικό κατάλογο δραστηριοτήτων τους. Καταρχάς υπήρξαν πρωτεργάτες στη σύσταση της Φιλικής Εταιρείας, στις προτεραιότητές τους είχαν πάνω από όλα την πνευματική αναγέννηση του έθνους, γιατί πίστεψαν πως μόνο η παιδεία θα φέρει και τη λευτεριά. Έπειτα, στήριξαν την ίδια την επανάσταση στέλνοντας χρήματα για την κάλυψη του τεράστιου κόστους, στήριξαν ακόμη το νεοσύστατο ελληνικό κράτος διαθέτοντας χρηματικά ποσά, στήριξαν τους ίδιους τους συμπατριώτες τους καλύπτοντας σημαντικές βιοποριστικές ανάγκες, χτίζοντας εκκλησιές πέρα από την έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος ή την κάλυψη των μεταφυσικών τους αναζητήσεων μερίμνησαν για τη διατήρηση αυτού του συνεκτικού δεσμού που κράτησε αναλλοίωτη τη θρησκευτική πίστη και μαζί με αυτή την κοινή προσπάθεια για την απελευθέρωση του γένους. Σπάνια αναφέρονται στον εαυτό τους, τους αγώνες τους, τις περιπέτειες και τις πικρίες της ζωής, «έζησαν αφανώς κα εν χριστιανική ταπεινοφροσύνη».
Επέλεξαν, λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι την εργασία στην ξενιτιά, την αποταμίευση και διαχείριση του πλούτου που αποκτούσαν όχι για ατομικό όφελος. Διαπνέονταν από αισθήματα πατριωτισμού και αγάπης προς τον συνάνθρωπο και σκέφτηκαν τρόπους να τον διαθέσουν για τις δυο παραπάνω περιπτώσεις. Νομίζω ότι δεν θα είμαι κουραστικός στο σημείοαυτό να διευκρινίσω τους δρόμους που βρήκαν για να υλοποιήσουν την επιθυμία τους, Οι λέξεις «Ίδρυμα», «Κληροδότημα», «Κληροδοσία», «Ελέη», «Δωρεά» είναι στο καθημερινό μας λεξιλόγιο και σπεύδω να πω ότι αυτές έχουν έναν κοινό παρανομαστή. Είναι η προσφορά για το κοινό όφελος.
Σε όλα τα ιδρυτικά Φύλλα των εφημερίδων του Κράτους στα οποία δημοσιεύονται οι εγκρίσεις για την ίδρυση οποιουδήποτε κοινωφελούς ιδρύματος φαίνεται πως εκλαμβάνονται ως ταυτόσημες οι λέξεις Ίδρυμα και Κληροδότημα και με αυτές εννοείται εδώ ένα ιδιαίτερο νομικό πρόσωπο με αγαθοεργό, επιστημονικό κα κοινωφελή σκοπό. Υπό την έννοια αυτή παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή, γιατί συμπληρώνουν ακριβώς ελλείψεις του επίσημου κράτους. Καλλιεργείται σ’ αυτά ή με τη φροντίδα τους η έρευνα, διαφυλάσσουν τα ίδια πολύτιμα αρχεία για την ιστορική και εθνική μνήμη. Επεκτείνονται στην περίθαλψη, την κοινωνική πρόνοια και γενικά την ενίσχυση ατόμων με ειδικές ανάγκες (νοσοκομεία, γηροκομεία, παιδικοί σταθμοί, κτλ) ή καλύπτουν πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς. Πολύ κοντά σε όλα αυτά βρίσκεται και η έννοια της κληροδοσίας που είναι η απόκτηση περιουσιακών στοιχείων με κάποια διαθήκη, χωρίς την έννοια της κληρονομιάς, γιατί κληρονόμος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πήρε ή δικαιούται να πάρει κληρονομιά και γίνονται όλα αυτά με διαθήκη ιδιόγραφη ή δημόσια, δωρεά, συμβόλαιο δωρεάς. Αλλά λίγη σημασία έχει, νομίζω, πως θα αποκαλέσουμε αυτή την ανθρώπινη, θεάρεστη και εθνικά ωφέλιμη πράξη των συνανθρώπων μας
Αρκεί και μόνον μια απλή αναφορά σε μερικά από τα ονόματα και τα δημιουργήματά τους, -γιατί πρέπει να ακουστούν στην αίθουσα αυτή - για να αντιληφθεί ο καθένας το μέγεθος του εγχειρήματός τους: Ζάππειο, Αρσάκειο, Τοσίτσειο, Ακαδημία Αθηνών, Πανεπιστήμιο, Πολυτεχνείο, Αστεροσκοπείο, Εθνική Βιβλιοθήκη, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Βαρβάκειο Λύκειο, Στάδιο, Σχολή Ευελπίδων, Ριζάρειος Σχολή και ασφαλώς και άλλα παρόμοια που κοσμούν την Αθήνα. Αναλογίζεται κανείς πόσο σημαντική είναι η προσφορά αυτή στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος; Δεν έχουμε το χρόνο να τα περιγράψουμε όλα αυτά και να αποδώσουμε έτσι την πραγματική διάσταση του φαινομένου ούτε και να αναλύσουμε τη σπουδαιότητα των κειμένων αυτών, εννοώ των διαθηκών και των συμβολαίων, πέραν της ιστορικής.
Αλλά και πόσο πιο σπουδαία από όλα αυτά είναι η πνευματική προσφορά των σχολών που ίδρυσαν και λειτούργησαν στα Γιάννινα από το 17ο αιώνα, σε μια κρίσιμη περίοδο για τον Ελληνισμό, και τα ανέδειξαν «πρώτα στ’ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα». Η σχολή Γκιούμα, έμπορος στη Βενετία, η σχολή του Μαρούτση, και αυτός έμπορος στη Βενετία, η Καπλάνειος του Ζώη Καπλάνη. Ποιος δεν έχει, άλλωστε, ακούσει για τη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων που ιδρύθηκε το 1828 και ποιος ξέρει σε τι αριθμό φτάνουν οι απόφοιτοί της μέχρι σήμερα.
Μετά την απελευθέρωση και τη στερέωση του πρώτου ελληνικού κράτους η προσφορά τους στράφηκε, βεβαίως, και προς άλλες δράσεις εξακολουθώντας να είναι σημαντική. Παραμένει η φροντίδα για τους αναξιοπαθούντες συνανθρώπους τους, επεκτείνεται η αγάπη για την παιδεία και τα γράμματα πέρα από την ενίσχυση των σχολείων, και την επιβράβευση των καλύτερων μαθητών στην εξέλιξη της επιστήμης και στη διευκόλυνση των νέων που θέλουν να σπουδάσουν, προστίθεται η δημιουργία έργων υποδομής στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, προστίθεται η παροχή καλύτερης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και η αποκατάσταση των ανύπαντρων κοριτσιών εξασφαλίζοντας την απαλλαγή από το δυσβάστακτο βάρος της προίκας. Παραμένει η ενίσχυση των εκκλησιών και η τέλεση μνημόσυνων για την ανάπαυση των ψυχών τους.
Αν θέλει κανείς να αποτιμήσει τα πράγματα με αριθμούς –δεν έχει, βεβαίως, και τόση σημασία- πρέπει να πούμε ότι τα Αγαθοεργά Καταστήματα ως συνέχεια του ταμείου των «Ελεών» είναι το παλαιότερο καθίδρυμα που λειτουργεί στα Γιάννινα από τα τέλη του 18ου αι. Τα αγαθοεργά ενισχύουν όλους τους κοινωφελείς σκοπούς που αναφέρει ο Ζωσιμάς στη διαθήκη του. Στην πορεία το ταμείο των Αγαθοεργών ενισχύθηκε από πολλούς ακόμη ευεργέτες οι οποίοι κληροδότησαν σ’ αυτά σημαντικά περιουσιακά στοιχεία με τη μορφή κληροδοσιών και δωρεών. Σήμερα στα Γιάννινα υπάγονται τριάντα ενεργές κληροδοσίες και δεκαεννιά δωρεές. Παράλληλα, λειτουργούν και τα επτά σχολικά συγκροτήματα ιδιοκτησίας των Αγαθοεργών τα οποία παραμένουν δωρεάν στο Ελληνικό Δημόσιο με τη μορφή χρησιδανείου. Η προσφορά αυτή είναι σημαντικότατη, αν αναλογισθεί κανείς ότι το 2000 το 60% περίπου του συνόλου των μαθητών του Νηπιαγωγείου, Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου της πόλης των Ιωαννίνων στεγάζονταν σ’ αυτά. Σ’ αυτά, επίσης, υπάγεται και το Γηροκομείο Ζωσιμάδων το οποίο λειτουργεί πάνω από 150 χρόνια. Στην Πρέβεζα υπάρχουν περίπου τριάντα τέτοια κληροδοτήματα, στην Άρτα περίπου πενήντα και στην Ηγουμενίτσα περίπου δεκαπέντε.

Η Ηπειρωτική ευεργεσία, κυρίες και κύριοι είναι μια διηνεκής πράξη. Υπάρχουν και σήμερα ευεργέτες και δωρητές. Πράγματι, η Ήπειρος ανέδειξε κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας και αργότερα τους πιο πολλούς αγαθοποιούς και τους ονομαστότερους τοπικούς και εθνικούς ευεργέτες και δίκαια αποκλήθηκε και για άλλους λόγους πανελληνίως «εύανδρος» γη. Το φαινόμενο αυτό συγκινεί και προβληματίζει. Η πολιτεία ως ελάχιστο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης και προς αυτούς και προς τους νεότερους έχει χρέος να διασφαλίσει με τη φροντίδα της δυο πράγματα: τη μνήμη των ανθρώπων αυτών συνδέοντάς την με την τοπική ιστορία και τον πολιτισμό και την ομαλή λειτουργία όλων των κληροδοτημάτων και ιδρυμάτων σεβόμενη σε κάθε περίπτωση τη βούληση του διαθέτη σε συνδυασμό με τη συνδρομή της σχετικής νομοθεσίας. Επίσης, στην παραπάνω υποχρέωση που είναι τρόπον τινά υποχρέωση σε εθνικό επίπεδο μπορούν και κατά τόπους οι διάφοροι φορείς και περιφέρειες σε συνεργασία να δημιουργήσουν ένα χώρο κατά το δυνατόν επισκέψιμο από το ευρύτερο κοινό και προπάντων από τα σχολεία με εκθέματα από τη ζωή και τη δράση αυτών των ανθρώπων, για να αποτελούν όλα αυτά πέρα από την έκφραση της ευγνωμοσύνης προς αυτούς μια συνεχή υπόμνηση για τον άνθρωπο, συνάνθρωπο και το εθνικό χρέος, ως εκείνη την ημέρα που δεν θα έχουμε την ανάγκη ευεργετών.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος με αφορμή το θάνατο του Εθνικού Ευεργέτη Γρηγορίου Μαρασλή μεταξύ άλλων ανέφερε τότε στην εφημερίδα «Αθηνά» για τους ευεργέτες και τον ευεργετισμό γενικά . «Καθενός το όνειρο είναι να γίνει μιαν ημέρα εθνικός ευεργέτης. Συνήθως γεννάται πτωχός, εκπατρίζεται και αρχίζει την βιοπάλη ως υπηρέτης. Έπειτα προάγεται εις υπάλληλον, εις παντοπώλην, εις έμπορον εις συνεταίρον του προϊσταμένου του. Πλουτίζει, νυμφεύεται και μένει άπαις. Κάποτε αρχίζει τα δωρεάς και ζων. Αλλά θνήσκων ζάπλουτος κληροδοτεί την περιουσία του εις το έθνος. Είναι ο τύπος του νεωτέρου Έλληνος εθνικού ευεργέτου. Και όμως οι εθνικοί ευεργέται δεν είναιτο υπέρτατον θαύμα του πολιτισμού και της προόδου. Η καλυτέρα ευχή ενός αληθινού και φωτισμένου φίλου της Ελλάδας θα ήτο να ανατείλει γρήγορα η εποχή κατά την οποίαν η πατρίς μας δεν θα έχει πλέον ανάγκη ευεργετών…».

Ευχαριστώ
Βιβλιογραφία:

Εργολάβος Σπύρος, Ηπειρωτικά Κληροδοτήματα, Ιωάννινα 1998.
Μπέττης Στέφανος, Ηπειρωτική Ευποιΐα ή βιογραφική Συλλογή Ηπειρωτών Ευεργετών της Τουρκοκρατίας, Γιάννινα 1982.
Τσιόδουλος Πέτρος, Παιδεία και Κοινωνία τον 19ο και 20ο αιώνα. Ο ρόλος των Κληροδοτημάτων στο νομό Ιωαννίνων (διδακτ. Διατριβή), Ιωάννινα 2010. Σύνδεσμος Αποφοίτων και Διδαξάντων Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων, Διαθήκη του Νικολάου Ζωσιμά, Ιωάννινα 1998.

Δημήτριος Ελ. Ράπτης

Ο Ηπειρωτικός ευεργετισμός ως παράδειγμα ευποιΐας»

Κυρίες και κύριοι,

Όταν καλείται κανείς να μιλήσει για ένα τέτοιο θέμα, όπως αυτό των Ευεργετών, κινδυνεύει να μην ανταποκριθεί στις προσδοκίες σας είτε γιατί μπορεί να υπερτονίσει άθελά του ανύπαρκτες πτυχές του θέματος είτε μπορεί να του διαφύγουν άλλες κεντρικές και σπουδαίες απαραίτητες, όμως, για τη σκιαγράφηση της πραγματικής εικόνας. Σε κάθε περίπτωση θα επιδιώξω να είμαι συνεπής και να τιμήσω με τον δέοντα τρόπο αυτά τα πρόσωπα που λάμπρυναν όχι μόνο την Ήπειρο αλλά ολόκληρο τον Ελληνισμό.

Επιτρέψτε μου να αρχίσω την ομιλία μου με ένα περιστατικό το οποίο στο πρώτο άκουσμά του φαίνεται να μην έχει σχέση με το θέμα της αποψινής ομιλίας. Νόμιζα, και ήμουν σίγουρος γι’ αυτό, ότι μέχρι πρότινος ήξερα όλες τις γιορτές του ημερολογίου, τουλάχιστον τις σπουδαιότερες από αυτές και λόγω ασχολίας και λόγω βιωμάτων.
Έλα, όμως, που σκόνταψα στην ερώτηση ενός βαθυστόχαστου γέρου από αυτούς τους τελευταίους «λαϊκούς φιλοσόφους» που αναπτύσσουν μια βιοθεωρία και μια κοσμοθεωρία καταστάλαγμα ενός αιώνα εμπειρικής παρατήρησης.
Με ρώτησε, λοιπόν, πότε και πόσες φορές γιορτάζεται η «αγία Τσέπη». Δεν πήγε αμέσως το μυαλό μου σε κείνο που άρχισε να μου αφηγείται: στην εν λόγω αγία, στις δραστηριότητές της, στην ανακήρυξή της κ.τ.ό.
Με εντυπωσίασε η λαϊκή ευστοχία, γι’ αυτό που όλοι μας τάχα ξορκίζουμε στο όνομα μιας κοινωνίας του «εμείς» και κυβερνήσεις και κόμματα επιδιώκουν εδώ και χρόνια, δυστυχώς μόνον φραστικά, να θεραπεύσουν. Η μίζα, η προμήθεια, η συναλλαγή, το ύποπτο χρήμα, το ξέπλυμα του χρήματος, ο χορός των εκατομμυρίων είναι ο βιότοπος αυτής της κατασκευασμένης αγίας και μαζί με την οσία ατιμωρησία συνέρχονται συχνά και ανακηρύσσουν την αγία Τσέπη κυρίαρχη του συστήματος.

Επομένως, μάλλον γιορτάζεται καθημερινά. Πώς να πείσεις, αλλά και γιατί, αυτό το σοφό γεροντάκι για το αντίθετο, ότι δηλαδή δε σημαίνει αν κανείς ανακατώνεται με το μέλι σώνει και καλά θα γλείψει οπωσδήποτε και το δάκτυλό του, όταν το τελευταίο έγινε σήμερα απαράβατος κανόνας, μέτρο ηθικής στάσης του σύγχρονου ανθρώπου, κριτήριο επιλογής, τοποθέτησης, ανέλιξης και προαγωγής. Όταν ο ίδιος αυτός ο σοφός μού αράδιασε ένα κατεβατό από τέτοιες τσέπες που τον ανάγκασε η ζωή να τις γιομίσει ο ίδιος και που ο φακός της δημοσιότητας δεν τις φωτίζει. Και το χειρότερο. Η κοινωνία μας δίνει βήμα σε όλους αυτούς και σ’ αυτό το σύστημα, σ’ αυτόν τον βιότοπο, που καλλιεργεί και προάγει την οσία ατιμωρησία και την αγία τσέπη.

Εύλογα θα αναρωτιέστε μα πού ταιριάζει αυτή η εισαγωγή και τη σχέση μπορεί να έχει με το εν λόγω θέμα, όπως άλλωστε σημείωσα και παραπάνω. Πράγματι, δεν θα είχε καμία σχέση, αν δεν ήταν μάταιος ο κόπος μου στο εξής να τον πείσω για ανιδιοτελείς προσφορές των ανθρώπων, για ευεργέτες και ευεργεσίες, όταν ο ίδιος είχε ήδη διαμορφωμένο στο μυαλό του το πλαίσιο της σύγχρονης ζωής. Αυτό με δυσκόλεψε πραγματικά τότε, αλλά με κάνει και τώρα να νιώθω λιγάκι άβολα απόψε εδώ σ’ αυτό το φιλόξενο και ζεστό περιβάλλον με τόσους αγαπητούς φίλους. Να τοποθετήσω δηλαδή τους ευεργέτες μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο λειτουργίας της τωρινής κοινωνίας. Μα είναι δυνατόν σήμερα με τόση κακή διαχείριση και διασπάθιση του δημοσίου χρήματος να μιλά κανείς για ανιδιοτελή προσφορά; Καλά πριν από διακόσια χρόνια υπήρξε η Οθωμανική αυτοκρατορία και οι Έλληνες ήταν κατακτημένοι. Σήμερα;
Το αποτολμώ, όμως, γιατί είναι πρόκληση και συνάμα πρόσκληση.
Πρόκληση γιατί ανάμεσα από τη μια στα βαλτόνερα του ατομισμού, του ωφελιμισμού και της υλοφροσύνης – τα κύρια χαρακτηριστικά, άλλωστε, της εποχής μας –και από την άλλη σ’ αυτή την προβληματική σχέση του ατόμου με την ομάδα, το σύνολο, θέλω να συμβάλλω, όσο αυτό είναι εφικτό, στην άνθιση του δέντρου της ευποιΐας, του συναδελφισμού και στην καλλιέργεια της έννοιας του συνανθρώπου. Θέλω να συμβάλλω στην αντιστροφή του κλίματος, αν γίνεται, προς την κοινωνία των πολιτών και όχι της ιδιώτευσης και της άρνησης. Δεν θέλω να πω μ’ αυτό ότι εξέλιπαν οι εργάτες του καλού και δεν υπάρχουν άνθρωποι ακέραιοι που ενστερνίζονται την προσφορά στο κοινωνικό σύνολο. Απλώς δεν φαίνονται, γιατί αυτήν την εποχή ο φακός είναι στραμμένος αλλού και πρέπει με κάθε τρόπο να τους αναδείξουμε. Η εποχή μας, όμως, δεν ευνοεί τέτοιου είδους αποτιμήσεις, γιατί έχει παραστρατήσει από το λαμπερό αλλά ψεύτικο φως μιας δήθεν ευζωίας.
Είμαστε αλλού στραμμένοι και αρμενίζουμε σε λάθος γιαλό. Χάσαμε τον προσανατολισμό μας –δεν χρειάζεται να κάνω ιδιαίτερη αναφορά για όλα αυτά που άδικα φορτώνεται στην πλάτη της τελευταία η ελληνική κοινωνία χωρίς ορατό τέλος και αυτό, φυσικά, δεν είναι ζήτημα τωρινό. Επήλθε σταδιακά, μεθοδευμένα και με στόχο. Να αδυνατήσουν όλοι εκείνοι οι μηχανισμοί που κρατούν ένα λαό στην αξιοπρέπεια, στις αξίες του, στη δικιά του πορεία, γιατί έτσι αυτός ο λαός αλώνεται ευκολότερα. Θέλετε πέστε το αυτό πολιτική μυωπία, αβελτηρία, άγνοια, ηθελημένη παράδοση και υποταγή!
Και όταν αδυνατίζουν όλοι εκείνοι οι μηχανισμοί που στηρίζουν την συνεκτικότητα ενός λαού και υποχωρεί και διαλύεται ο κοινωνικός ιστός, εύκολα ετεροκαθορίζεται και κυριεύεται αυτός ο λαός ανέξοδα και σε σύντομο χρονικό διάστημα. Και επειδή η ιστορία και ο πολιτισμός του είναι τα στοιχεία που τον προσδιορίζουν και αυτά έχει ο καθένας ως διαφοροποιητικά στοιχεία από τον άλλον πρέπει να τα σπουδάζουμε κάτι που δεν γίνεται όσο και όπως θα έπρεπε.
Είτε γιατί ατενίζουμε το μέλλον κοντόφθαλμα είτε γιατί δεν ορθώνουμε το ανάστημα να χρησιμοποιήσουμε ιθαγενή στοιχεία στο σύγχρονο χάος. Οι ευεργέτες, τοπικοί και εννοώ όχι μόνον Ηπειρώτες, είτε εθνικοί δεν είναι γνωστοί αλλά και η πολιτεία δεν τους τοποθέτησε στην αρμόζουσα θέση. Ούτε φρόντισε να τους μαθαίνουν στα σχολειά και να παραδειγματίζονται οι νεότεροι. Ίσως, γιατί δεν είναι ελεύθερον το πεδίον δράσης σ’ αυτόν τον τομέα. Τόσο αγνοεί τα πράγματα που με παραξένεψε πραγματικά, όταν άκουσα ότι υπάρχουν σήμερα κληροδοτήματα που είναι ανενεργά. Και δεν εννοώ αυτά που κατέστησε ανενεργά με τη δέσμευση των χρημάτων στις αρχές του αιώνα το καθεστώς της Ρωσίας. Αναφέρομαι κατά κύριο λόγο σε κείνα που για ανεξήγητους λόγους οι υπεύθυνοι να τα ενεργοποιήσουν τα αφήνουν ανενεργά. Δεν κάνω λόγο, φυσικά, για την έκφραση ευγνωμοσύνης που πρέπει να δείχνουμε και την καλλιέργεια σεβασμού απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Αυτά είναι αμελητέα ποσότητα και δεν παρατηρούνται ούτε σε κείνους που ευεργετούνται άμεσα.
Υπό την έννοια αυτή τα λόγια της αυτοκρατόρισσας της Ρωσίας μοιάζουν εξωγήινα, όταν απευθυνόμενη στον Ζώη Ζωσιμά, το γνωστό Ηπειρώτη στην καταγωγή Εθνικό Ευεργέτη του λέει επαινετικά τα εξής:
Κύριε Ζωσιμά!
“Αι ευεργεσία τας οποίας καθημερινώς κάμνετε εις τους ομογενείς σας και εις το γένος των Ρώσων είναι και εις Ημάς και εις τον Αυτοκράτορα γνωσταί. Εξακολουθείτε το θεάρεστον τούτον έργον και έστε πεπεισμένοι ότι παρά τας ευαριστίας Ημών και αι ευλογίαι των ευεργετουμένων φθάνουσιν εις τον ουρανόν» Και έπειτα στραφείσα προς τους ομογενείς μας είπεν, «τον άνδρα τούτον, ω Γραικοί, πρέπει μεγάλως να σέβησθε και να τον θεωρείται ως καύχημα του γένους σας». Όταν έλεγε αυτά, ήξερε πολύ καλά ποιον είχε απέναντί της. Γνώριζε τις διαστάσεις του φαινομένου, γιατί ο Ζωσιμάς ήταν ένας από αυτούς που ευεργετούσαν και τη Ρωσική κοινωνία. Αλλά και ο Κυβερνήτης της Ελλάδας, ο Ιωάννης Καποδίστριας, γράφοντας μία ευχαριστήριο επιστολή στον Νικόλαο Ζωσιμά, στη Μόσχα, στις 23 Δεκεμβρίου του 1828 του λέει: «Μετά μεγάλης ευγνωμοσύνης λαμβάνει η Κυβέρνησις τα εικοσιτέσσερα κιβώτια των βιβλίων α δωρίζετε προς Χριστιανικήν και επιστημονικήν εκπαίδευσιν της Ελληνικής νεολαίας…μετά της αυτής ευγνωμοσύνης θέλομεν υποδεχθεί και όσα έτι υπόσχεσθε να μας στείλετε…».
Φυσικά, τα λόγια αυτά των δυο κυβερνητών είναι ενδεικτικά για το φαινόμενο της ευεργεσίας στη ζωή και για τη θέση που τους προόριζε η τότε κοινωνία σε σχέση με τη σημερινή.

Απόψε ο Ηπειρωτικός Σύλλογος με την πρωτοβουλία του αυτή –φυσικά έχουν γίνει κατά καιρούς και άλλες –ξαναθυμίζει το ζήτημα των ευεργετών και φαντάζομαι πιστεύει ότι σε ανθρώπους που στάθηκαν στη ζωή τους γενναίοι με έργα, πρέπει με έργα να εκφράζονται και οι τιμές, όπως δηλώνει και ο Θουκυδίδης αποχαιρετώντας τους νεκρούς του πολέμου. Έργα τέτοια, λοιπόν, που σχεδίασε και ο Σύλλογος των Ηπειρωτών για τους Ηπειρώτες Ευεργέτες και που θα έχετε την ευκαιρία να τα γνωρίσετε όλοι σας από τα εκπαιδευτικά CD που ετοίμασε, επιλογή που με απαλλάσσει και μένα από το να καταπονήσω την υπομονή σας με λεπτομέρειες γύρω από το θέμα. Υπό την έννοια αυτή τα συγχαρητήρια είναι μηδαμινή μνεία για όσους εργάστηκαν για αυτή την εκπαιδευτική πράξη που θα αναθερμάνει και θα στερεώσει τη μνήμη.
Γιατί είναι πολύ σημαντικό να φέρνει κανείς στη μνήμη του και να τιμά τους ανθρώπους που πρόσφεραν στο σύνολο. Γιατί το σύνολο ως υπερκείμενη έννοια περιλαμβάνει το εγώ και είναι το άθροισμά τους.

Επομένως, ό,τι συμβαίνει στο σύνολο διαχέεται στα εγώ, ενώ δεν συμβαίνει και το αντίθετο. Εξάλλου, η μνήμη είναι ο ομφάλιος λώρος που τροφοδοτεί και στερεώνει την πορεία, ιδιαίτερα σήμερα που σημειώνεται μια ρήξη με το παρελθόν και μια ανατροπή, θα την έλεγα «κοινωνική αταξία», η ισορροπία της οποίας δεν φαίνεται, προς το παρόν, να αποκαθίσταται. Ούτε η αναφορά αυτή στη μνήμη στέκεται εμπόδιο στην πρόοδο και στο καινούργιο, όπως θα ισχυριζόταν κανείς, Αντιθέτως, στη σύνθεση των πολιτισμών και στη δημιουργική γονιμοποίησή τους η αναφορά ή η γνωριμία με τη μνήμη αποτελεί τη βάση για το καινούργιο μόρφωμα. Είναι το οξυγόνο και η ανάσα στη δημιουργία.

Όμως, η κοινωνία μας αυτή τη μνήμη, αυτούς τους ανθρώπους που διαθέτουν το χρόνο πέρα από το άτομό τους, όταν οι άλλοι καθεύδουν προκλητικά, ή όταν, όπως εν προκειμένω, διαθέτουν ολόκληρη την περιουσία τους, τους καρπούς μιας ζωής, δεν έχει συνηθίσει, δυστυχώς, όχι μόνον εν ζωή, μα ούτε και μετά θάνατον, να τους τιμά, ούτε συνηθίζει να γνωρίζει πράγματα για τη ζωή ανθρώπων που διέθεσαν το έχος τους στην κοινωνία. Αντί αυτού ο σύγχρονος άνθρωπος υπερτιμώντας φανερά, το βλέπουμε καθημερινά, άλλωστε αυτό, τις τρομερές τεχνολογικές επιδόσεις, συνεχίζει όχι μόνο να υποτιμά τις αξίες, αλλά και να δίνει –και αυτό είναι το ανησυχητικό - προβάδισμα στους ευκαιριακά λάμποντες αστέρες, κενοί κατά τα άλλα ουσιαστικού περιεχομένου. Τους δίνει βήμα έκφρασης και τους καταξιώνει ως διαμορφωτές συνειδήσεων. Είναι ανάγκη, σήμερα όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία της χώρας μας, να δώσουμε όνειρα πέρα από την αφθονία του σύγχρονου ανθρώπου, να δώσουμε φως στις τυφλές εκείνες δυνάμεις που αιχμαλώτισε η επιστήμη, για να γιομίσει αυτό το κενό που μας κάνει να νιώθουμε πως είμαστε ένα πήλινο παρελθόν. Υπ’ αυτό το πρίσμα η τιμή στη μνήμη των ανθρώπων που ξόδεψαν τις δυνάμεις τους και τον πλούτο τους για το ανθρώπινο όνειρο είναι ένα ελπιδοφόρο μήνυμα στην άνυδρη πνευματικά εποχή μας.
Αλλά όλοι θα συμφωνήσουμε, φαντάζομαι, ότι είμαστε ή πρέπει, τουλάχιστον, να είμαστε όντα που επιβάλλεται να αναζητούμε στη ζωή νοήματα και υπό την έννοια αυτή μας δίνεται και η δυνατότητα να τοποθετήσουμε και τη ζωή μας σε ένα ευρύτερο πλαίσιο στόχων και σκοπών.
Μας απασχολούν το ίδιο οι καταθλιπτικές και χαοτικές καταστάσεις που συναντάμε στη ζωή μαζί με κείνες που δίνουν νόημα και κάποια αξία. Έτσι, ο ορατός και υλικός κόσμος δεν είναι ή δεν πρέπει να είναι και η μοναδική στόχευση. Η ζωή είναι και κάτι πιο πέρα από αυτά. Η κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων από αρχής συνδέεται με κινήσεις αλληλοβοήθειας προς το συνάνθρωπο, πρώτα προς το συγγενικό περιβάλλον και άμεσο κοινοτικό, για να επεκταθούν ευρύτερα στην κοινωνία και την ανθρωπότητα δημιουργώντας έτσι ένα πλέγμα σχέσεων που διαπνέονται από φιλαλληλία και αγάπη προς το συνάνθρωπο. Είναι υπόθεση αιώνων η δημιουργία αυτής της αντίληψης, το «εγώ», δηλαδή να φωλεύει στο «εμείς» και να σιγουρεύεται κανείς με την ιδέα πως όταν ευτυχεί το σύνολο μέρος αυτής της ευτυχίας απολαμβάνει και το άτομο.

Ο πρώτος επώνυμος ευεργέτης της ανθρωπότητας γνωστός από τον τραγικό ποιητή της αρχαιότητας τον Αισχύλο ήταν ο Προμηθέας – θα ήταν, υποθέτω, και πολλοί ως τότε άλλοι ανώνυμοι που σήκωναν το χέρι βοηθείας στο συνάνθρωπό τους με πιο απλές ενέργειες – ο Προμηθέας, λοιπόν, που ανέβηκε στον Όλυμπο και έκλεψε τη φωτιά, το φως της γνώσης, και το πρόσφερε, σημαντική ωφέλεια, στους ανθρώπους. Και αν αυτό είναι στη σφαίρα της μυθολογίας και της λογοτεχνικής μετάπλασης, στη φαντασία δηλαδή, δεν άργησε να γίνει και κοινωνική πραγματικότητα αργότερα με τη θεσμοθετημένη μορφή των χορηγιών στην αρχαία Αθήνα, η υποχρέωση δηλαδή του πλούσιου Αθηναίου πολίτη να καταβάλει τα έξοδα του χορού στο ανέβασμα δράματος στη γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων, άσχετα αν στην πορεία η λέξη έχασε εν μέρει το πραγματικό της νόημα που είναι η καταβολή χρημάτων για την πραγματοποίηση ενός έργου κοινής ωφελείας και ντύθηκε με ξένο ένδυμα (σπόνσορας) και ο σκοπός ευρύτερος, όπως διαφήμιση, προβολή κτλ. Αλλά και η ευαγγελική ρήση υιοθέτησε κατεξοχήν αυτό το πνεύμα της προσφοράς στο συνάνθρωπο και την κοινωνία με τρόπο που συνοψίζεται στο: «αυτός που ελεεί το φτωχό, δανείζει το Θεό».
Στο παραπάνω πλαίσιο κινήθηκαν με ανιδιοτέλεια, ψυχική ανωτερότητα και βαθύ αίσθημα προσφοράς και αγάπης για την πατρίδα και τον συνάνθρωπο πάρα πολλοί Ηπειρώτες, χωρίς να αγνοούμε και το σύνολο σε εθνικό επίπεδο των ευεργετών, και τοποθετώντας το «εγώ» στο «εμείς» ακούμπησαν στην πατρίδα τον ιδρώτα της ξενιτιάς. Και τον διέθεσαν περισσότερο σε ένα σημαντικό κεφάλαιο, αυτό της παιδείας, για την ανάταξη του γένους και την εδραίωση της νεοελληνικής αναγέννησης τότε, αλλά και για την υγεία και την κοινωνική πρόοδο. Η σκλαβιά και η ορεινότητα του εδάφους τούς ώθησαν μακριά από την πατρίδα έως και τις Ινδίες και την Αίγυπτο και σήμερα παντού. Η κυριότερη ασχολία τους είναι το εμπόριο που απέφερε σημαντικά κέρδη.

Ποιο είναι το πορτρέτο του ευεργέτη; Όλοι τους είχαν ως μέλημα και μάλιστα κύρια φροντίδα αφενός μεν την προετοιμασία του γένους για την απελευθέρωση με τη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών που θα την εγκαθιδρύσουν καλύτερα και αφετέρου την ίδια την κοινωνία και την καθημερινότητά της. Ο ρόλος που διαδραμάτισαν την περίοδο της απελευθέρωσης οι εθνικοί ευεργέτες ήταν καθοριστικός για τη μετέπειτα διαδρομή της Ελλάδας. Αυτό είναι εύκολο να το διαπιστώσει κανείς, αν ακούσουμε προσεκτικά στο σημείο αυτό έναν ενδεικτικό κατάλογο δραστηριοτήτων τους. Καταρχάς υπήρξαν πρωτεργάτες στη σύσταση της Φιλικής Εταιρείας, στις προτεραιότητές τους είχαν πάνω από όλα την πνευματική αναγέννηση του έθνους, γιατί πίστεψαν πως μόνο η παιδεία θα φέρει και τη λευτεριά. Έπειτα, στήριξαν την ίδια την επανάσταση στέλνοντας χρήματα για την κάλυψη του τεράστιου κόστους, στήριξαν ακόμη το νεοσύστατο ελληνικό κράτος διαθέτοντας χρηματικά ποσά, στήριξαν τους ίδιους τους συμπατριώτες τους καλύπτοντας σημαντικές βιοποριστικές ανάγκες, χτίζοντας εκκλησιές πέρα από την έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος ή την κάλυψη των μεταφυσικών τους αναζητήσεων μερίμνησαν για τη διατήρηση αυτού του συνεκτικού δεσμού που κράτησε αναλλοίωτη τη θρησκευτική πίστη και μαζί με αυτή την κοινή προσπάθεια για την απελευθέρωση του γένους. Σπάνια αναφέρονται στον εαυτό τους, τους αγώνες τους, τις περιπέτειες και τις πικρίες της ζωής, «έζησαν αφανώς κα εν χριστιανική ταπεινοφροσύνη».
Επέλεξαν, λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι την εργασία στην ξενιτιά, την αποταμίευση και διαχείριση του πλούτου που αποκτούσαν όχι για ατομικό όφελος. Διαπνέονταν από αισθήματα πατριωτισμού και αγάπης προς τον συνάνθρωπο και σκέφτηκαν τρόπους να τον διαθέσουν για τις δυο παραπάνω περιπτώσεις. Νομίζω ότι δεν θα είμαι κουραστικός στο σημείοαυτό να διευκρινίσω τους δρόμους που βρήκαν για να υλοποιήσουν την επιθυμία τους, Οι λέξεις «Ίδρυμα», «Κληροδότημα», «Κληροδοσία», «Ελέη», «Δωρεά» είναι στο καθημερινό μας λεξιλόγιο και σπεύδω να πω ότι αυτές έχουν έναν κοινό παρανομαστή. Είναι η προσφορά για το κοινό όφελος.
Σε όλα τα ιδρυτικά Φύλλα των εφημερίδων του Κράτους στα οποία δημοσιεύονται οι εγκρίσεις για την ίδρυση οποιουδήποτε κοινωφελούς ιδρύματος φαίνεται πως εκλαμβάνονται ως ταυτόσημες οι λέξεις Ίδρυμα και Κληροδότημα και με αυτές εννοείται εδώ ένα ιδιαίτερο νομικό πρόσωπο με αγαθοεργό, επιστημονικό κα κοινωφελή σκοπό. Υπό την έννοια αυτή παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή, γιατί συμπληρώνουν ακριβώς ελλείψεις του επίσημου κράτους. Καλλιεργείται σ’ αυτά ή με τη φροντίδα τους η έρευνα, διαφυλάσσουν τα ίδια πολύτιμα αρχεία για την ιστορική και εθνική μνήμη. Επεκτείνονται στην περίθαλψη, την κοινωνική πρόνοια και γενικά την ενίσχυση ατόμων με ειδικές ανάγκες (νοσοκομεία, γηροκομεία, παιδικοί σταθμοί, κτλ) ή καλύπτουν πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς. Πολύ κοντά σε όλα αυτά βρίσκεται και η έννοια της κληροδοσίας που είναι η απόκτηση περιουσιακών στοιχείων με κάποια διαθήκη, χωρίς την έννοια της κληρονομιάς, γιατί κληρονόμος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πήρε ή δικαιούται να πάρει κληρονομιά και γίνονται όλα αυτά με διαθήκη ιδιόγραφη ή δημόσια, δωρεά, συμβόλαιο δωρεάς. Αλλά λίγη σημασία έχει, νομίζω, πως θα αποκαλέσουμε αυτή την ανθρώπινη, θεάρεστη και εθνικά ωφέλιμη πράξη των συνανθρώπων μας
Αρκεί και μόνον μια απλή αναφορά σε μερικά από τα ονόματα και τα δημιουργήματά τους, -γιατί πρέπει να ακουστούν στην αίθουσα αυτή - για να αντιληφθεί ο καθένας το μέγεθος του εγχειρήματός τους: Ζάππειο, Αρσάκειο, Τοσίτσειο, Ακαδημία Αθηνών, Πανεπιστήμιο, Πολυτεχνείο, Αστεροσκοπείο, Εθνική Βιβλιοθήκη, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Βαρβάκειο Λύκειο, Στάδιο, Σχολή Ευελπίδων, Ριζάρειος Σχολή και ασφαλώς και άλλα παρόμοια που κοσμούν την Αθήνα. Αναλογίζεται κανείς πόσο σημαντική είναι η προσφορά αυτή στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος; Δεν έχουμε το χρόνο να τα περιγράψουμε όλα αυτά και να αποδώσουμε έτσι την πραγματική διάσταση του φαινομένου ούτε και να αναλύσουμε τη σπουδαιότητα των κειμένων αυτών, εννοώ των διαθηκών και των συμβολαίων, πέραν της ιστορικής.
Αλλά και πόσο πιο σπουδαία από όλα αυτά είναι η πνευματική προσφορά των σχολών που ίδρυσαν και λειτούργησαν στα Γιάννινα από το 17ο αιώνα, σε μια κρίσιμη περίοδο για τον Ελληνισμό, και τα ανέδειξαν «πρώτα στ’ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα». Η σχολή Γκιούμα, έμπορος στη Βενετία, η σχολή του Μαρούτση, και αυτός έμπορος στη Βενετία, η Καπλάνειος του Ζώη Καπλάνη. Ποιος δεν έχει, άλλωστε, ακούσει για τη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων που ιδρύθηκε το 1828 και ποιος ξέρει σε τι αριθμό φτάνουν οι απόφοιτοί της μέχρι σήμερα.
Μετά την απελευθέρωση και τη στερέωση του πρώτου ελληνικού κράτους η προσφορά τους στράφηκε, βεβαίως, και προς άλλες δράσεις εξακολουθώντας να είναι σημαντική. Παραμένει η φροντίδα για τους αναξιοπαθούντες συνανθρώπους τους, επεκτείνεται η αγάπη για την παιδεία και τα γράμματα πέρα από την ενίσχυση των σχολείων, και την επιβράβευση των καλύτερων μαθητών στην εξέλιξη της επιστήμης και στη διευκόλυνση των νέων που θέλουν να σπουδάσουν, προστίθεται η δημιουργία έργων υποδομής στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, προστίθεται η παροχή καλύτερης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και η αποκατάσταση των ανύπαντρων κοριτσιών εξασφαλίζοντας την απαλλαγή από το δυσβάστακτο βάρος της προίκας. Παραμένει η ενίσχυση των εκκλησιών και η τέλεση μνημόσυνων για την ανάπαυση των ψυχών τους.
Αν θέλει κανείς να αποτιμήσει τα πράγματα με αριθμούς –δεν έχει, βεβαίως, και τόση σημασία- πρέπει να πούμε ότι τα Αγαθοεργά Καταστήματα ως συνέχεια του ταμείου των «Ελεών» είναι το παλαιότερο καθίδρυμα που λειτουργεί στα Γιάννινα από τα τέλη του 18ου αι. Τα αγαθοεργά ενισχύουν όλους τους κοινωφελείς σκοπούς που αναφέρει ο Ζωσιμάς στη διαθήκη του. Στην πορεία το ταμείο των Αγαθοεργών ενισχύθηκε από πολλούς ακόμη ευεργέτες οι οποίοι κληροδότησαν σ’ αυτά σημαντικά περιουσιακά στοιχεία με τη μορφή κληροδοσιών και δωρεών. Σήμερα στα Γιάννινα υπάγονται τριάντα ενεργές κληροδοσίες και δεκαεννιά δωρεές. Παράλληλα, λειτουργούν και τα επτά σχολικά συγκροτήματα ιδιοκτησίας των Αγαθοεργών τα οποία παραμένουν δωρεάν στο Ελληνικό Δημόσιο με τη μορφή χρησιδανείου. Η προσφορά αυτή είναι σημαντικότατη, αν αναλογισθεί κανείς ότι το 2000 το 60% περίπου του συνόλου των μαθητών του Νηπιαγωγείου, Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου της πόλης των Ιωαννίνων στεγάζονταν σ’ αυτά. Σ’ αυτά, επίσης, υπάγεται και το Γηροκομείο Ζωσιμάδων το οποίο λειτουργεί πάνω από 150 χρόνια. Στην Πρέβεζα υπάρχουν περίπου τριάντα τέτοια κληροδοτήματα, στην Άρτα περίπου πενήντα και στην Ηγουμενίτσα περίπου δεκαπέντε.

Η Ηπειρωτική ευεργεσία, κυρίες και κύριοι είναι μια διηνεκής πράξη. Υπάρχουν και σήμερα ευεργέτες και δωρητές. Πράγματι, η Ήπειρος ανέδειξε κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας και αργότερα τους πιο πολλούς αγαθοποιούς και τους ονομαστότερους τοπικούς και εθνικούς ευεργέτες και δίκαια αποκλήθηκε και για άλλους λόγους πανελληνίως «εύανδρος» γη. Το φαινόμενο αυτό συγκινεί και προβληματίζει. Η πολιτεία ως ελάχιστο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης και προς αυτούς και προς τους νεότερους έχει χρέος να διασφαλίσει με τη φροντίδα της δυο πράγματα: τη μνήμη των ανθρώπων αυτών συνδέοντάς την με την τοπική ιστορία και τον πολιτισμό και την ομαλή λειτουργία όλων των κληροδοτημάτων και ιδρυμάτων σεβόμενη σε κάθε περίπτωση τη βούληση του διαθέτη σε συνδυασμό με τη συνδρομή της σχετικής νομοθεσίας. Επίσης, στην παραπάνω υποχρέωση που είναι τρόπον τινά υποχρέωση σε εθνικό επίπεδο μπορούν και κατά τόπους οι διάφοροι φορείς και περιφέρειες σε συνεργασία να δημιουργήσουν ένα χώρο κατά το δυνατόν επισκέψιμο από το ευρύτερο κοινό και προπάντων από τα σχολεία με εκθέματα από τη ζωή και τη δράση αυτών των ανθρώπων, για να αποτελούν όλα αυτά πέρα από την έκφραση της ευγνωμοσύνης προς αυτούς μια συνεχή υπόμνηση για τον άνθρωπο, συνάνθρωπο και το εθνικό χρέος, ως εκείνη την ημέρα που δεν θα έχουμε την ανάγκη ευεργετών.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος με αφορμή το θάνατο του Εθνικού Ευεργέτη Γρηγορίου Μαρασλή μεταξύ άλλων ανέφερε τότε στην εφημερίδα «Αθηνά» για τους ευεργέτες και τον ευεργετισμό γενικά . «Καθενός το όνειρο είναι να γίνει μιαν ημέρα εθνικός ευεργέτης. Συνήθως γεννάται πτωχός, εκπατρίζεται και αρχίζει την βιοπάλη ως υπηρέτης. Έπειτα προάγεται εις υπάλληλον, εις παντοπώλην, εις έμπορον εις συνεταίρον του προϊσταμένου του. Πλουτίζει, νυμφεύεται και μένει άπαις. Κάποτε αρχίζει τα δωρεάς και ζων. Αλλά θνήσκων ζάπλουτος κληροδοτεί την περιουσία του εις το έθνος. Είναι ο τύπος του νεωτέρου Έλληνος εθνικού ευεργέτου. Και όμως οι εθνικοί ευεργέται δεν είναιτο υπέρτατον θαύμα του πολιτισμού και της προόδου. Η καλυτέρα ευχή ενός αληθινού και φωτισμένου φίλου της Ελλάδας θα ήτο να ανατείλει γρήγορα η εποχή κατά την οποίαν η πατρίς μας δεν θα έχει πλέον ανάγκη ευεργετών…».

Ευχαριστώ
Βιβλιογραφία:

Εργολάβος Σπύρος, Ηπειρωτικά Κληροδοτήματα, Ιωάννινα 1998.
Μπέττης Στέφανος, Ηπειρωτική Ευποιΐα ή βιογραφική Συλλογή Ηπειρωτών Ευεργετών της Τουρκοκρατίας, Γιάννινα 1982.
Τσιόδουλος Πέτρος, Παιδεία και Κοινωνία τον 19ο και 20ο αιώνα. Ο ρόλος των Κληροδοτημάτων στο νομό Ιωαννίνων (διδακτ. Διατριβή), Ιωάννινα 2010. Σύνδεσμος Αποφοίτων και Διδαξάντων Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων, Διαθήκη του Νικολάου Ζωσιμά, Ιωάννινα 1998.

Δημήτριος Ελ. Ράπτης

Ο Ηπειρωτικός ευεργετισμός ως παράδειγμα ευποιΐας»

Κυρίες και κύριοι,

Όταν καλείται κανείς να μιλήσει για ένα τέτοιο θέμα, όπως αυτό των Ευεργετών, κινδυνεύει να μην ανταποκριθεί στις προσδοκίες σας είτε γιατί μπορεί να υπερτονίσει άθελά του ανύπαρκτες πτυχές του θέματος είτε μπορεί να του διαφύγουν άλλες κεντρικές και σπουδαίες απαραίτητες, όμως, για τη σκιαγράφηση της πραγματικής εικόνας. Σε κάθε περίπτωση θα επιδιώξω να είμαι συνεπής και να τιμήσω με τον δέοντα τρόπο αυτά τα πρόσωπα που λάμπρυναν όχι μόνο την Ήπειρο αλλά ολόκληρο τον Ελληνισμό.

Επιτρέψτε μου να αρχίσω την ομιλία μου με ένα περιστατικό το οποίο στο πρώτο άκουσμά του φαίνεται να μην έχει σχέση με το θέμα της αποψινής ομιλίας. Νόμιζα, και ήμουν σίγουρος γι’ αυτό, ότι μέχρι πρότινος ήξερα όλες τις γιορτές του ημερολογίου, τουλάχιστον τις σπουδαιότερες από αυτές και λόγω ασχολίας και λόγω βιωμάτων.
Έλα, όμως, που σκόνταψα στην ερώτηση ενός βαθυστόχαστου γέρου από αυτούς τους τελευταίους «λαϊκούς φιλοσόφους» που αναπτύσσουν μια βιοθεωρία και μια κοσμοθεωρία καταστάλαγμα ενός αιώνα εμπειρικής παρατήρησης.
Με ρώτησε, λοιπόν, πότε και πόσες φορές γιορτάζεται η «αγία Τσέπη». Δεν πήγε αμέσως το μυαλό μου σε κείνο που άρχισε να μου αφηγείται: στην εν λόγω αγία, στις δραστηριότητές της, στην ανακήρυξή της κ.τ.ό.
Με εντυπωσίασε η λαϊκή ευστοχία, γι’ αυτό που όλοι μας τάχα ξορκίζουμε στο όνομα μιας κοινωνίας του «εμείς» και κυβερνήσεις και κόμματα επιδιώκουν εδώ και χρόνια, δυστυχώς μόνον φραστικά, να θεραπεύσουν. Η μίζα, η προμήθεια, η συναλλαγή, το ύποπτο χρήμα, το ξέπλυμα του χρήματος, ο χορός των εκατομμυρίων είναι ο βιότοπος αυτής της κατασκευασμένης αγίας και μαζί με την οσία ατιμωρησία συνέρχονται συχνά και ανακηρύσσουν την αγία Τσέπη κυρίαρχη του συστήματος.

Επομένως, μάλλον γιορτάζεται καθημερινά. Πώς να πείσεις, αλλά και γιατί, αυτό το σοφό γεροντάκι για το αντίθετο, ότι δηλαδή δε σημαίνει αν κανείς ανακατώνεται με το μέλι σώνει και καλά θα γλείψει οπωσδήποτε και το δάκτυλό του, όταν το τελευταίο έγινε σήμερα απαράβατος κανόνας, μέτρο ηθικής στάσης του σύγχρονου ανθρώπου, κριτήριο επιλογής, τοποθέτησης, ανέλιξης και προαγωγής. Όταν ο ίδιος αυτός ο σοφός μού αράδιασε ένα κατεβατό από τέτοιες τσέπες που τον ανάγκασε η ζωή να τις γιομίσει ο ίδιος και που ο φακός της δημοσιότητας δεν τις φωτίζει. Και το χειρότερο. Η κοινωνία μας δίνει βήμα σε όλους αυτούς και σ’ αυτό το σύστημα, σ’ αυτόν τον βιότοπο, που καλλιεργεί και προάγει την οσία ατιμωρησία και την αγία τσέπη.

Εύλογα θα αναρωτιέστε μα πού ταιριάζει αυτή η εισαγωγή και τη σχέση μπορεί να έχει με το εν λόγω θέμα, όπως άλλωστε σημείωσα και παραπάνω. Πράγματι, δεν θα είχε καμία σχέση, αν δεν ήταν μάταιος ο κόπος μου στο εξής να τον πείσω για ανιδιοτελείς προσφορές των ανθρώπων, για ευεργέτες και ευεργεσίες, όταν ο ίδιος είχε ήδη διαμορφωμένο στο μυαλό του το πλαίσιο της σύγχρονης ζωής. Αυτό με δυσκόλεψε πραγματικά τότε, αλλά με κάνει και τώρα να νιώθω λιγάκι άβολα απόψε εδώ σ’ αυτό το φιλόξενο και ζεστό περιβάλλον με τόσους αγαπητούς φίλους. Να τοποθετήσω δηλαδή τους ευεργέτες μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο λειτουργίας της τωρινής κοινωνίας. Μα είναι δυνατόν σήμερα με τόση κακή διαχείριση και διασπάθιση του δημοσίου χρήματος να μιλά κανείς για ανιδιοτελή προσφορά; Καλά πριν από διακόσια χρόνια υπήρξε η Οθωμανική αυτοκρατορία και οι Έλληνες ήταν κατακτημένοι. Σήμερα;
Το αποτολμώ, όμως, γιατί είναι πρόκληση και συνάμα πρόσκληση.
Πρόκληση γιατί ανάμεσα από τη μια στα βαλτόνερα του ατομισμού, του ωφελιμισμού και της υλοφροσύνης – τα κύρια χαρακτηριστικά, άλλωστε, της εποχής μας –και από την άλλη σ’ αυτή την προβληματική σχέση του ατόμου με την ομάδα, το σύνολο, θέλω να συμβάλλω, όσο αυτό είναι εφικτό, στην άνθιση του δέντρου της ευποιΐας, του συναδελφισμού και στην καλλιέργεια της έννοιας του συνανθρώπου. Θέλω να συμβάλλω στην αντιστροφή του κλίματος, αν γίνεται, προς την κοινωνία των πολιτών και όχι της ιδιώτευσης και της άρνησης. Δεν θέλω να πω μ’ αυτό ότι εξέλιπαν οι εργάτες του καλού και δεν υπάρχουν άνθρωποι ακέραιοι που ενστερνίζονται την προσφορά στο κοινωνικό σύνολο. Απλώς δεν φαίνονται, γιατί αυτήν την εποχή ο φακός είναι στραμμένος αλλού και πρέπει με κάθε τρόπο να τους αναδείξουμε. Η εποχή μας, όμως, δεν ευνοεί τέτοιου είδους αποτιμήσεις, γιατί έχει παραστρατήσει από το λαμπερό αλλά ψεύτικο φως μιας δήθεν ευζωίας.
Είμαστε αλλού στραμμένοι και αρμενίζουμε σε λάθος γιαλό. Χάσαμε τον προσανατολισμό μας –δεν χρειάζεται να κάνω ιδιαίτερη αναφορά για όλα αυτά που άδικα φορτώνεται στην πλάτη της τελευταία η ελληνική κοινωνία χωρίς ορατό τέλος και αυτό, φυσικά, δεν είναι ζήτημα τωρινό. Επήλθε σταδιακά, μεθοδευμένα και με στόχο. Να αδυνατήσουν όλοι εκείνοι οι μηχανισμοί που κρατούν ένα λαό στην αξιοπρέπεια, στις αξίες του, στη δικιά του πορεία, γιατί έτσι αυτός ο λαός αλώνεται ευκολότερα. Θέλετε πέστε το αυτό πολιτική μυωπία, αβελτηρία, άγνοια, ηθελημένη παράδοση και υποταγή!
Και όταν αδυνατίζουν όλοι εκείνοι οι μηχανισμοί που στηρίζουν την συνεκτικότητα ενός λαού και υποχωρεί και διαλύεται ο κοινωνικός ιστός, εύκολα ετεροκαθορίζεται και κυριεύεται αυτός ο λαός ανέξοδα και σε σύντομο χρονικό διάστημα. Και επειδή η ιστορία και ο πολιτισμός του είναι τα στοιχεία που τον προσδιορίζουν και αυτά έχει ο καθένας ως διαφοροποιητικά στοιχεία από τον άλλον πρέπει να τα σπουδάζουμε κάτι που δεν γίνεται όσο και όπως θα έπρεπε.
Είτε γιατί ατενίζουμε το μέλλον κοντόφθαλμα είτε γιατί δεν ορθώνουμε το ανάστημα να χρησιμοποιήσουμε ιθαγενή στοιχεία στο σύγχρονο χάος. Οι ευεργέτες, τοπικοί και εννοώ όχι μόνον Ηπειρώτες, είτε εθνικοί δεν είναι γνωστοί αλλά και η πολιτεία δεν τους τοποθέτησε στην αρμόζουσα θέση. Ούτε φρόντισε να τους μαθαίνουν στα σχολειά και να παραδειγματίζονται οι νεότεροι. Ίσως, γιατί δεν είναι ελεύθερον το πεδίον δράσης σ’ αυτόν τον τομέα. Τόσο αγνοεί τα πράγματα που με παραξένεψε πραγματικά, όταν άκουσα ότι υπάρχουν σήμερα κληροδοτήματα που είναι ανενεργά. Και δεν εννοώ αυτά που κατέστησε ανενεργά με τη δέσμευση των χρημάτων στις αρχές του αιώνα το καθεστώς της Ρωσίας. Αναφέρομαι κατά κύριο λόγο σε κείνα που για ανεξήγητους λόγους οι υπεύθυνοι να τα ενεργοποιήσουν τα αφήνουν ανενεργά. Δεν κάνω λόγο, φυσικά, για την έκφραση ευγνωμοσύνης που πρέπει να δείχνουμε και την καλλιέργεια σεβασμού απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Αυτά είναι αμελητέα ποσότητα και δεν παρατηρούνται ούτε σε κείνους που ευεργετούνται άμεσα.
Υπό την έννοια αυτή τα λόγια της αυτοκρατόρισσας της Ρωσίας μοιάζουν εξωγήινα, όταν απευθυνόμενη στον Ζώη Ζωσιμά, το γνωστό Ηπειρώτη στην καταγωγή Εθνικό Ευεργέτη του λέει επαινετικά τα εξής:
Κύριε Ζωσιμά!
“Αι ευεργεσία τας οποίας καθημερινώς κάμνετε εις τους ομογενείς σας και εις το γένος των Ρώσων είναι και εις Ημάς και εις τον Αυτοκράτορα γνωσταί. Εξακολουθείτε το θεάρεστον τούτον έργον και έστε πεπεισμένοι ότι παρά τας ευαριστίας Ημών και αι ευλογίαι των ευεργετουμένων φθάνουσιν εις τον ουρανόν» Και έπειτα στραφείσα προς τους ομογενείς μας είπεν, «τον άνδρα τούτον, ω Γραικοί, πρέπει μεγάλως να σέβησθε και να τον θεωρείται ως καύχημα του γένους σας». Όταν έλεγε αυτά, ήξερε πολύ καλά ποιον είχε απέναντί της. Γνώριζε τις διαστάσεις του φαινομένου, γιατί ο Ζωσιμάς ήταν ένας από αυτούς που ευεργετούσαν και τη Ρωσική κοινωνία. Αλλά και ο Κυβερνήτης της Ελλάδας, ο Ιωάννης Καποδίστριας, γράφοντας μία ευχαριστήριο επιστολή στον Νικόλαο Ζωσιμά, στη Μόσχα, στις 23 Δεκεμβρίου του 1828 του λέει: «Μετά μεγάλης ευγνωμοσύνης λαμβάνει η Κυβέρνησις τα εικοσιτέσσερα κιβώτια των βιβλίων α δωρίζετε προς Χριστιανικήν και επιστημονικήν εκπαίδευσιν της Ελληνικής νεολαίας…μετά της αυτής ευγνωμοσύνης θέλομεν υποδεχθεί και όσα έτι υπόσχεσθε να μας στείλετε…».
Φυσικά, τα λόγια αυτά των δυο κυβερνητών είναι ενδεικτικά για το φαινόμενο της ευεργεσίας στη ζωή και για τη θέση που τους προόριζε η τότε κοινωνία σε σχέση με τη σημερινή.

Απόψε ο Ηπειρωτικός Σύλλογος με την πρωτοβουλία του αυτή –φυσικά έχουν γίνει κατά καιρούς και άλλες –ξαναθυμίζει το ζήτημα των ευεργετών και φαντάζομαι πιστεύει ότι σε ανθρώπους που στάθηκαν στη ζωή τους γενναίοι με έργα, πρέπει με έργα να εκφράζονται και οι τιμές, όπως δηλώνει και ο Θουκυδίδης αποχαιρετώντας τους νεκρούς του πολέμου. Έργα τέτοια, λοιπόν, που σχεδίασε και ο Σύλλογος των Ηπειρωτών για τους Ηπειρώτες Ευεργέτες και που θα έχετε την ευκαιρία να τα γνωρίσετε όλοι σας από τα εκπαιδευτικά CD που ετοίμασε, επιλογή που με απαλλάσσει και μένα από το να καταπονήσω την υπομονή σας με λεπτομέρειες γύρω από το θέμα. Υπό την έννοια αυτή τα συγχαρητήρια είναι μηδαμινή μνεία για όσους εργάστηκαν για αυτή την εκπαιδευτική πράξη που θα αναθερμάνει και θα στερεώσει τη μνήμη.
Γιατί είναι πολύ σημαντικό να φέρνει κανείς στη μνήμη του και να τιμά τους ανθρώπους που πρόσφεραν στο σύνολο. Γιατί το σύνολο ως υπερκείμενη έννοια περιλαμβάνει το εγώ και είναι το άθροισμά τους.

Επομένως, ό,τι συμβαίνει στο σύνολο διαχέεται στα εγώ, ενώ δεν συμβαίνει και το αντίθετο. Εξάλλου, η μνήμη είναι ο ομφάλιος λώρος που τροφοδοτεί και στερεώνει την πορεία, ιδιαίτερα σήμερα που σημειώνεται μια ρήξη με το παρελθόν και μια ανατροπή, θα την έλεγα «κοινωνική αταξία», η ισορροπία της οποίας δεν φαίνεται, προς το παρόν, να αποκαθίσταται. Ούτε η αναφορά αυτή στη μνήμη στέκεται εμπόδιο στην πρόοδο και στο καινούργιο, όπως θα ισχυριζόταν κανείς, Αντιθέτως, στη σύνθεση των πολιτισμών και στη δημιουργική γονιμοποίησή τους η αναφορά ή η γνωριμία με τη μνήμη αποτελεί τη βάση για το καινούργιο μόρφωμα. Είναι το οξυγόνο και η ανάσα στη δημιουργία.

Όμως, η κοινωνία μας αυτή τη μνήμη, αυτούς τους ανθρώπους που διαθέτουν το χρόνο πέρα από το άτομό τους, όταν οι άλλοι καθεύδουν προκλητικά, ή όταν, όπως εν προκειμένω, διαθέτουν ολόκληρη την περιουσία τους, τους καρπούς μιας ζωής, δεν έχει συνηθίσει, δυστυχώς, όχι μόνον εν ζωή, μα ούτε και μετά θάνατον, να τους τιμά, ούτε συνηθίζει να γνωρίζει πράγματα για τη ζωή ανθρώπων που διέθεσαν το έχος τους στην κοινωνία. Αντί αυτού ο σύγχρονος άνθρωπος υπερτιμώντας φανερά, το βλέπουμε καθημερινά, άλλωστε αυτό, τις τρομερές τεχνολογικές επιδόσεις, συνεχίζει όχι μόνο να υποτιμά τις αξίες, αλλά και να δίνει –και αυτό είναι το ανησυχητικό - προβάδισμα στους ευκαιριακά λάμποντες αστέρες, κενοί κατά τα άλλα ουσιαστικού περιεχομένου. Τους δίνει βήμα έκφρασης και τους καταξιώνει ως διαμορφωτές συνειδήσεων. Είναι ανάγκη, σήμερα όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία της χώρας μας, να δώσουμε όνειρα πέρα από την αφθονία του σύγχρονου ανθρώπου, να δώσουμε φως στις τυφλές εκείνες δυνάμεις που αιχμαλώτισε η επιστήμη, για να γιομίσει αυτό το κενό που μας κάνει να νιώθουμε πως είμαστε ένα πήλινο παρελθόν. Υπ’ αυτό το πρίσμα η τιμή στη μνήμη των ανθρώπων που ξόδεψαν τις δυνάμεις τους και τον πλούτο τους για το ανθρώπινο όνειρο είναι ένα ελπιδοφόρο μήνυμα στην άνυδρη πνευματικά εποχή μας.
Αλλά όλοι θα συμφωνήσουμε, φαντάζομαι, ότι είμαστε ή πρέπει, τουλάχιστον, να είμαστε όντα που επιβάλλεται να αναζητούμε στη ζωή νοήματα και υπό την έννοια αυτή μας δίνεται και η δυνατότητα να τοποθετήσουμε και τη ζωή μας σε ένα ευρύτερο πλαίσιο στόχων και σκοπών.
Μας απασχολούν το ίδιο οι καταθλιπτικές και χαοτικές καταστάσεις που συναντάμε στη ζωή μαζί με κείνες που δίνουν νόημα και κάποια αξία. Έτσι, ο ορατός και υλικός κόσμος δεν είναι ή δεν πρέπει να είναι και η μοναδική στόχευση. Η ζωή είναι και κάτι πιο πέρα από αυτά. Η κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων από αρχής συνδέεται με κινήσεις αλληλοβοήθειας προς το συνάνθρωπο, πρώτα προς το συγγενικό περιβάλλον και άμεσο κοινοτικό, για να επεκταθούν ευρύτερα στην κοινωνία και την ανθρωπότητα δημιουργώντας έτσι ένα πλέγμα σχέσεων που διαπνέονται από φιλαλληλία και αγάπη προς το συνάνθρωπο. Είναι υπόθεση αιώνων η δημιουργία αυτής της αντίληψης, το «εγώ», δηλαδή να φωλεύει στο «εμείς» και να σιγουρεύεται κανείς με την ιδέα πως όταν ευτυχεί το σύνολο μέρος αυτής της ευτυχίας απολαμβάνει και το άτομο.

Ο πρώτος επώνυμος ευεργέτης της ανθρωπότητας γνωστός από τον τραγικό ποιητή της αρχαιότητας τον Αισχύλο ήταν ο Προμηθέας – θα ήταν, υποθέτω, και πολλοί ως τότε άλλοι ανώνυμοι που σήκωναν το χέρι βοηθείας στο συνάνθρωπό τους με πιο απλές ενέργειες – ο Προμηθέας, λοιπόν, που ανέβηκε στον Όλυμπο και έκλεψε τη φωτιά, το φως της γνώσης, και το πρόσφερε, σημαντική ωφέλεια, στους ανθρώπους. Και αν αυτό είναι στη σφαίρα της μυθολογίας και της λογοτεχνικής μετάπλασης, στη φαντασία δηλαδή, δεν άργησε να γίνει και κοινωνική πραγματικότητα αργότερα με τη θεσμοθετημένη μορφή των χορηγιών στην αρχαία Αθήνα, η υποχρέωση δηλαδή του πλούσιου Αθηναίου πολίτη να καταβάλει τα έξοδα του χορού στο ανέβασμα δράματος στη γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων, άσχετα αν στην πορεία η λέξη έχασε εν μέρει το πραγματικό της νόημα που είναι η καταβολή χρημάτων για την πραγματοποίηση ενός έργου κοινής ωφελείας και ντύθηκε με ξένο ένδυμα (σπόνσορας) και ο σκοπός ευρύτερος, όπως διαφήμιση, προβολή κτλ. Αλλά και η ευαγγελική ρήση υιοθέτησε κατεξοχήν αυτό το πνεύμα της προσφοράς στο συνάνθρωπο και την κοινωνία με τρόπο που συνοψίζεται στο: «αυτός που ελεεί το φτωχό, δανείζει το Θεό».
Στο παραπάνω πλαίσιο κινήθηκαν με ανιδιοτέλεια, ψυχική ανωτερότητα και βαθύ αίσθημα προσφοράς και αγάπης για την πατρίδα και τον συνάνθρωπο πάρα πολλοί Ηπειρώτες, χωρίς να αγνοούμε και το σύνολο σε εθνικό επίπεδο των ευεργετών, και τοποθετώντας το «εγώ» στο «εμείς» ακούμπησαν στην πατρίδα τον ιδρώτα της ξενιτιάς. Και τον διέθεσαν περισσότερο σε ένα σημαντικό κεφάλαιο, αυτό της παιδείας, για την ανάταξη του γένους και την εδραίωση της νεοελληνικής αναγέννησης τότε, αλλά και για την υγεία και την κοινωνική πρόοδο. Η σκλαβιά και η ορεινότητα του εδάφους τούς ώθησαν μακριά από την πατρίδα έως και τις Ινδίες και την Αίγυπτο και σήμερα παντού. Η κυριότερη ασχολία τους είναι το εμπόριο που απέφερε σημαντικά κέρδη.

Ποιο είναι το πορτρέτο του ευεργέτη; Όλοι τους είχαν ως μέλημα και μάλιστα κύρια φροντίδα αφενός μεν την προετοιμασία του γένους για την απελευθέρωση με τη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών που θα την εγκαθιδρύσουν καλύτερα και αφετέρου την ίδια την κοινωνία και την καθημερινότητά της. Ο ρόλος που διαδραμάτισαν την περίοδο της απελευθέρωσης οι εθνικοί ευεργέτες ήταν καθοριστικός για τη μετέπειτα διαδρομή της Ελλάδας. Αυτό είναι εύκολο να το διαπιστώσει κανείς, αν ακούσουμε προσεκτικά στο σημείο αυτό έναν ενδεικτικό κατάλογο δραστηριοτήτων τους. Καταρχάς υπήρξαν πρωτεργάτες στη σύσταση της Φιλικής Εταιρείας, στις προτεραιότητές τους είχαν πάνω από όλα την πνευματική αναγέννηση του έθνους, γιατί πίστεψαν πως μόνο η παιδεία θα φέρει και τη λευτεριά. Έπειτα, στήριξαν την ίδια την επανάσταση στέλνοντας χρήματα για την κάλυψη του τεράστιου κόστους, στήριξαν ακόμη το νεοσύστατο ελληνικό κράτος διαθέτοντας χρηματικά ποσά, στήριξαν τους ίδιους τους συμπατριώτες τους καλύπτοντας σημαντικές βιοποριστικές ανάγκες, χτίζοντας εκκλησιές πέρα από την έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος ή την κάλυψη των μεταφυσικών τους αναζητήσεων μερίμνησαν για τη διατήρηση αυτού του συνεκτικού δεσμού που κράτησε αναλλοίωτη τη θρησκευτική πίστη και μαζί με αυτή την κοινή προσπάθεια για την απελευθέρωση του γένους. Σπάνια αναφέρονται στον εαυτό τους, τους αγώνες τους, τις περιπέτειες και τις πικρίες της ζωής, «έζησαν αφανώς κα εν χριστιανική ταπεινοφροσύνη».
Επέλεξαν, λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι την εργασία στην ξενιτιά, την αποταμίευση και διαχείριση του πλούτου που αποκτούσαν όχι για ατομικό όφελος. Διαπνέονταν από αισθήματα πατριωτισμού και αγάπης προς τον συνάνθρωπο και σκέφτηκαν τρόπους να τον διαθέσουν για τις δυο παραπάνω περιπτώσεις. Νομίζω ότι δεν θα είμαι κουραστικός στο σημείοαυτό να διευκρινίσω τους δρόμους που βρήκαν για να υλοποιήσουν την επιθυμία τους, Οι λέξεις «Ίδρυμα», «Κληροδότημα», «Κληροδοσία», «Ελέη», «Δωρεά» είναι στο καθημερινό μας λεξιλόγιο και σπεύδω να πω ότι αυτές έχουν έναν κοινό παρανομαστή. Είναι η προσφορά για το κοινό όφελος.
Σε όλα τα ιδρυτικά Φύλλα των εφημερίδων του Κράτους στα οποία δημοσιεύονται οι εγκρίσεις για την ίδρυση οποιουδήποτε κοινωφελούς ιδρύματος φαίνεται πως εκλαμβάνονται ως ταυτόσημες οι λέξεις Ίδρυμα και Κληροδότημα και με αυτές εννοείται εδώ ένα ιδιαίτερο νομικό πρόσωπο με αγαθοεργό, επιστημονικό κα κοινωφελή σκοπό. Υπό την έννοια αυτή παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή, γιατί συμπληρώνουν ακριβώς ελλείψεις του επίσημου κράτους. Καλλιεργείται σ’ αυτά ή με τη φροντίδα τους η έρευνα, διαφυλάσσουν τα ίδια πολύτιμα αρχεία για την ιστορική και εθνική μνήμη. Επεκτείνονται στην περίθαλψη, την κοινωνική πρόνοια και γενικά την ενίσχυση ατόμων με ειδικές ανάγκες (νοσοκομεία, γηροκομεία, παιδικοί σταθμοί, κτλ) ή καλύπτουν πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς. Πολύ κοντά σε όλα αυτά βρίσκεται και η έννοια της κληροδοσίας που είναι η απόκτηση περιουσιακών στοιχείων με κάποια διαθήκη, χωρίς την έννοια της κληρονομιάς, γιατί κληρονόμος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πήρε ή δικαιούται να πάρει κληρονομιά και γίνονται όλα αυτά με διαθήκη ιδιόγραφη ή δημόσια, δωρεά, συμβόλαιο δωρεάς. Αλλά λίγη σημασία έχει, νομίζω, πως θα αποκαλέσουμε αυτή την ανθρώπινη, θεάρεστη και εθνικά ωφέλιμη πράξη των συνανθρώπων μας
Αρκεί και μόνον μια απλή αναφορά σε μερικά από τα ονόματα και τα δημιουργήματά τους, -γιατί πρέπει να ακουστούν στην αίθουσα αυτή - για να αντιληφθεί ο καθένας το μέγεθος του εγχειρήματός τους: Ζάππειο, Αρσάκειο, Τοσίτσειο, Ακαδημία Αθηνών, Πανεπιστήμιο, Πολυτεχνείο, Αστεροσκοπείο, Εθνική Βιβλιοθήκη, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Βαρβάκειο Λύκειο, Στάδιο, Σχολή Ευελπίδων, Ριζάρειος Σχολή και ασφαλώς και άλλα παρόμοια που κοσμούν την Αθήνα. Αναλογίζεται κανείς πόσο σημαντική είναι η προσφορά αυτή στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος; Δεν έχουμε το χρόνο να τα περιγράψουμε όλα αυτά και να αποδώσουμε έτσι την πραγματική διάσταση του φαινομένου ούτε και να αναλύσουμε τη σπουδαιότητα των κειμένων αυτών, εννοώ των διαθηκών και των συμβολαίων, πέραν της ιστορικής.
Αλλά και πόσο πιο σπουδαία από όλα αυτά είναι η πνευματική προσφορά των σχολών που ίδρυσαν και λειτούργησαν στα Γιάννινα από το 17ο αιώνα, σε μια κρίσιμη περίοδο για τον Ελληνισμό, και τα ανέδειξαν «πρώτα στ’ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα». Η σχολή Γκιούμα, έμπορος στη Βενετία, η σχολή του Μαρούτση, και αυτός έμπορος στη Βενετία, η Καπλάνειος του Ζώη Καπλάνη. Ποιος δεν έχει, άλλωστε, ακούσει για τη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων που ιδρύθηκε το 1828 και ποιος ξέρει σε τι αριθμό φτάνουν οι απόφοιτοί της μέχρι σήμερα.
Μετά την απελευθέρωση και τη στερέωση του πρώτου ελληνικού κράτους η προσφορά τους στράφηκε, βεβαίως, και προς άλλες δράσεις εξακολουθώντας να είναι σημαντική. Παραμένει η φροντίδα για τους αναξιοπαθούντες συνανθρώπους τους, επεκτείνεται η αγάπη για την παιδεία και τα γράμματα πέρα από την ενίσχυση των σχολείων, και την επιβράβευση των καλύτερων μαθητών στην εξέλιξη της επιστήμης και στη διευκόλυνση των νέων που θέλουν να σπουδάσουν, προστίθεται η δημιουργία έργων υποδομής στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, προστίθεται η παροχή καλύτερης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και η αποκατάσταση των ανύπαντρων κοριτσιών εξασφαλίζοντας την απαλλαγή από το δυσβάστακτο βάρος της προίκας. Παραμένει η ενίσχυση των εκκλησιών και η τέλεση μνημόσυνων για την ανάπαυση των ψυχών τους.
Αν θέλει κανείς να αποτιμήσει τα πράγματα με αριθμούς –δεν έχει, βεβαίως, και τόση σημασία- πρέπει να πούμε ότι τα Αγαθοεργά Καταστήματα ως συνέχεια του ταμείου των «Ελεών» είναι το παλαιότερο καθίδρυμα που λειτουργεί στα Γιάννινα από τα τέλη του 18ου αι. Τα αγαθοεργά ενισχύουν όλους τους κοινωφελείς σκοπούς που αναφέρει ο Ζωσιμάς στη διαθήκη του. Στην πορεία το ταμείο των Αγαθοεργών ενισχύθηκε από πολλούς ακόμη ευεργέτες οι οποίοι κληροδότησαν σ’ αυτά σημαντικά περιουσιακά στοιχεία με τη μορφή κληροδοσιών και δωρεών. Σήμερα στα Γιάννινα υπάγονται τριάντα ενεργές κληροδοσίες και δεκαεννιά δωρεές. Παράλληλα, λειτουργούν και τα επτά σχολικά συγκροτήματα ιδιοκτησίας των Αγαθοεργών τα οποία παραμένουν δωρεάν στο Ελληνικό Δημόσιο με τη μορφή χρησιδανείου. Η προσφορά αυτή είναι σημαντικότατη, αν αναλογισθεί κανείς ότι το 2000 το 60% περίπου του συνόλου των μαθητών του Νηπιαγωγείου, Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου της πόλης των Ιωαννίνων στεγάζονταν σ’ αυτά. Σ’ αυτά, επίσης, υπάγεται και το Γηροκομείο Ζωσιμάδων το οποίο λειτουργεί πάνω από 150 χρόνια. Στην Πρέβεζα υπάρχουν περίπου τριάντα τέτοια κληροδοτήματα, στην Άρτα περίπου πενήντα και στην Ηγουμενίτσα περίπου δεκαπέντε.

Η Ηπειρωτική ευεργεσία, κυρίες και κύριοι είναι μια διηνεκής πράξη. Υπάρχουν και σήμερα ευεργέτες και δωρητές. Πράγματι, η Ήπειρος ανέδειξε κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας και αργότερα τους πιο πολλούς αγαθοποιούς και τους ονομαστότερους τοπικούς και εθνικούς ευεργέτες και δίκαια αποκλήθηκε και για άλλους λόγους πανελληνίως «εύανδρος» γη. Το φαινόμενο αυτό συγκινεί και προβληματίζει. Η πολιτεία ως ελάχιστο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης και προς αυτούς και προς τους νεότερους έχει χρέος να διασφαλίσει με τη φροντίδα της δυο πράγματα: τη μνήμη των ανθρώπων αυτών συνδέοντάς την με την τοπική ιστορία και τον πολιτισμό και την ομαλή λειτουργία όλων των κληροδοτημάτων και ιδρυμάτων σεβόμενη σε κάθε περίπτωση τη βούληση του διαθέτη σε συνδυασμό με τη συνδρομή της σχετικής νομοθεσίας. Επίσης, στην παραπάνω υποχρέωση που είναι τρόπον τινά υποχρέωση σε εθνικό επίπεδο μπορούν και κατά τόπους οι διάφοροι φορείς και περιφέρειες σε συνεργασία να δημιουργήσουν ένα χώρο κατά το δυνατόν επισκέψιμο από το ευρύτερο κοινό και προπάντων από τα σχολεία με εκθέματα από τη ζωή και τη δράση αυτών των ανθρώπων, για να αποτελούν όλα αυτά πέρα από την έκφραση της ευγνωμοσύνης προς αυτούς μια συνεχή υπόμνηση για τον άνθρωπο, συνάνθρωπο και το εθνικό χρέος, ως εκείνη την ημέρα που δεν θα έχουμε την ανάγκη ευεργετών.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος με αφορμή το θάνατο του Εθνικού Ευεργέτη Γρηγορίου Μαρασλή μεταξύ άλλων ανέφερε τότε στην εφημερίδα «Αθηνά» για τους ευεργέτες και τον ευεργετισμό γενικά . «Καθενός το όνειρο είναι να γίνει μιαν ημέρα εθνικός ευεργέτης. Συνήθως γεννάται πτωχός, εκπατρίζεται και αρχίζει την βιοπάλη ως υπηρέτης. Έπειτα προάγεται εις υπάλληλον, εις παντοπώλην, εις έμπορον εις συνεταίρον του προϊσταμένου του. Πλουτίζει, νυμφεύεται και μένει άπαις. Κάποτε αρχίζει τα δωρεάς και ζων. Αλλά θνήσκων ζάπλουτος κληροδοτεί την περιουσία του εις το έθνος. Είναι ο τύπος του νεωτέρου Έλληνος εθνικού ευεργέτου. Και όμως οι εθνικοί ευεργέται δεν είναιτο υπέρτατον θαύμα του πολιτισμού και της προόδου. Η καλυτέρα ευχή ενός αληθινού και φωτισμένου φίλου της Ελλάδας θα ήτο να ανατείλει γρήγορα η εποχή κατά την οποίαν η πατρίς μας δεν θα έχει πλέον ανάγκη ευεργετών…».

Ευχαριστώ
Βιβλιογραφία:

Εργολάβος Σπύρος, Ηπειρωτικά Κληροδοτήματα, Ιωάννινα 1998.
Μπέττης Στέφανος, Ηπειρωτική Ευποιΐα ή βιογραφική Συλλογή Ηπειρωτών Ευεργετών της Τουρκοκρατίας, Γιάννινα 1982.
Τσιόδουλος Πέτρος, Παιδεία και Κοινωνία τον 19ο και 20ο αιώνα. Ο ρόλος των Κληροδοτημάτων στο νομό Ιωαννίνων (διδακτ. Διατριβή), Ιωάννινα 2010. Σύνδεσμος Αποφοίτων και Διδαξάντων Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων, Διαθήκη του Νικολάου Ζωσιμά, Ιωάννινα 1998.

Δημήτριος Ελ. Ράπτης

Ο Ηπειρωτικός ευεργετισμός ως παράδειγμα ευποιΐας»

Κυρίες και κύριοι,

Όταν καλείται κανείς να μιλήσει για ένα τέτοιο θέμα, όπως αυτό των Ευεργετών, κινδυνεύει να μην ανταποκριθεί στις προσδοκίες σας είτε γιατί μπορεί να υπερτονίσει άθελά του ανύπαρκτες πτυχές του θέματος είτε μπορεί να του διαφύγουν άλλες κεντρικές και σπουδαίες απαραίτητες, όμως, για τη σκιαγράφηση της πραγματικής εικόνας. Σε κάθε περίπτωση θα επιδιώξω να είμαι συνεπής και να τιμήσω με τον δέοντα τρόπο αυτά τα πρόσωπα που λάμπρυναν όχι μόνο την Ήπειρο αλλά ολόκληρο τον Ελληνισμό.

Επιτρέψτε μου να αρχίσω την ομιλία μου με ένα περιστατικό το οποίο στο πρώτο άκουσμά του φαίνεται να μην έχει σχέση με το θέμα της αποψινής ομιλίας. Νόμιζα, και ήμουν σίγουρος γι’ αυτό, ότι μέχρι πρότινος ήξερα όλες τις γιορτές του ημερολογίου, τουλάχιστον τις σπουδαιότερες από αυτές και λόγω ασχολίας και λόγω βιωμάτων.
Έλα, όμως, που σκόνταψα στην ερώτηση ενός βαθυστόχαστου γέρου από αυτούς τους τελευταίους «λαϊκούς φιλοσόφους» που αναπτύσσουν μια βιοθεωρία και μια κοσμοθεωρία καταστάλαγμα ενός αιώνα εμπειρικής παρατήρησης.
Με ρώτησε, λοιπόν, πότε και πόσες φορές γιορτάζεται η «αγία Τσέπη». Δεν πήγε αμέσως το μυαλό μου σε κείνο που άρχισε να μου αφηγείται: στην εν λόγω αγία, στις δραστηριότητές της, στην ανακήρυξή της κ.τ.ό.
Με εντυπωσίασε η λαϊκή ευστοχία, γι’ αυτό που όλοι μας τάχα ξορκίζουμε στο όνομα μιας κοινωνίας του «εμείς» και κυβερνήσεις και κόμματα επιδιώκουν εδώ και χρόνια, δυστυχώς μόνον φραστικά, να θεραπεύσουν. Η μίζα, η προμήθεια, η συναλλαγή, το ύποπτο χρήμα, το ξέπλυμα του χρήματος, ο χορός των εκατομμυρίων είναι ο βιότοπος αυτής της κατασκευασμένης αγίας και μαζί με την οσία ατιμωρησία συνέρχονται συχνά και ανακηρύσσουν την αγία Τσέπη κυρίαρχη του συστήματος.

Επομένως, μάλλον γιορτάζεται καθημερινά. Πώς να πείσεις, αλλά και γιατί, αυτό το σοφό γεροντάκι για το αντίθετο, ότι δηλαδή δε σημαίνει αν κανείς ανακατώνεται με το μέλι σώνει και καλά θα γλείψει οπωσδήποτε και το δάκτυλό του, όταν το τελευταίο έγινε σήμερα απαράβατος κανόνας, μέτρο ηθικής στάσης του σύγχρονου ανθρώπου, κριτήριο επιλογής, τοποθέτησης, ανέλιξης και προαγωγής. Όταν ο ίδιος αυτός ο σοφός μού αράδιασε ένα κατεβατό από τέτοιες τσέπες που τον ανάγκασε η ζωή να τις γιομίσει ο ίδιος και που ο φακός της δημοσιότητας δεν τις φωτίζει. Και το χειρότερο. Η κοινωνία μας δίνει βήμα σε όλους αυτούς και σ’ αυτό το σύστημα, σ’ αυτόν τον βιότοπο, που καλλιεργεί και προάγει την οσία ατιμωρησία και την αγία τσέπη.

Εύλογα θα αναρωτιέστε μα πού ταιριάζει αυτή η εισαγωγή και τη σχέση μπορεί να έχει με το εν λόγω θέμα, όπως άλλωστε σημείωσα και παραπάνω. Πράγματι, δεν θα είχε καμία σχέση, αν δεν ήταν μάταιος ο κόπος μου στο εξής να τον πείσω για ανιδιοτελείς προσφορές των ανθρώπων, για ευεργέτες και ευεργεσίες, όταν ο ίδιος είχε ήδη διαμορφωμένο στο μυαλό του το πλαίσιο της σύγχρονης ζωής. Αυτό με δυσκόλεψε πραγματικά τότε, αλλά με κάνει και τώρα να νιώθω λιγάκι άβολα απόψε εδώ σ’ αυτό το φιλόξενο και ζεστό περιβάλλον με τόσους αγαπητούς φίλους. Να τοποθετήσω δηλαδή τους ευεργέτες μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο λειτουργίας της τωρινής κοινωνίας. Μα είναι δυνατόν σήμερα με τόση κακή διαχείριση και διασπάθιση του δημοσίου χρήματος να μιλά κανείς για ανιδιοτελή προσφορά; Καλά πριν από διακόσια χρόνια υπήρξε η Οθωμανική αυτοκρατορία και οι Έλληνες ήταν κατακτημένοι. Σήμερα;
Το αποτολμώ, όμως, γιατί είναι πρόκληση και συνάμα πρόσκληση.
Πρόκληση γιατί ανάμεσα από τη μια στα βαλτόνερα του ατομισμού, του ωφελιμισμού και της υλοφροσύνης – τα κύρια χαρακτηριστικά, άλλωστε, της εποχής μας –και από την άλλη σ’ αυτή την προβληματική σχέση του ατόμου με την ομάδα, το σύνολο, θέλω να συμβάλλω, όσο αυτό είναι εφικτό, στην άνθιση του δέντρου της ευποιΐας, του συναδελφισμού και στην καλλιέργεια της έννοιας του συνανθρώπου. Θέλω να συμβάλλω στην αντιστροφή του κλίματος, αν γίνεται, προς την κοινωνία των πολιτών και όχι της ιδιώτευσης και της άρνησης. Δεν θέλω να πω μ’ αυτό ότι εξέλιπαν οι εργάτες του καλού και δεν υπάρχουν άνθρωποι ακέραιοι που ενστερνίζονται την προσφορά στο κοινωνικό σύνολο. Απλώς δεν φαίνονται, γιατί αυτήν την εποχή ο φακός είναι στραμμένος αλλού και πρέπει με κάθε τρόπο να τους αναδείξουμε. Η εποχή μας, όμως, δεν ευνοεί τέτοιου είδους αποτιμήσεις, γιατί έχει παραστρατήσει από το λαμπερό αλλά ψεύτικο φως μιας δήθεν ευζωίας.
Είμαστε αλλού στραμμένοι και αρμενίζουμε σε λάθος γιαλό. Χάσαμε τον προσανατολισμό μας –δεν χρειάζεται να κάνω ιδιαίτερη αναφορά για όλα αυτά που άδικα φορτώνεται στην πλάτη της τελευταία η ελληνική κοινωνία χωρίς ορατό τέλος και αυτό, φυσικά, δεν είναι ζήτημα τωρινό. Επήλθε σταδιακά, μεθοδευμένα και με στόχο. Να αδυνατήσουν όλοι εκείνοι οι μηχανισμοί που κρατούν ένα λαό στην αξιοπρέπεια, στις αξίες του, στη δικιά του πορεία, γιατί έτσι αυτός ο λαός αλώνεται ευκολότερα. Θέλετε πέστε το αυτό πολιτική μυωπία, αβελτηρία, άγνοια, ηθελημένη παράδοση και υποταγή!
Και όταν αδυνατίζουν όλοι εκείνοι οι μηχανισμοί που στηρίζουν την συνεκτικότητα ενός λαού και υποχωρεί και διαλύεται ο κοινωνικός ιστός, εύκολα ετεροκαθορίζεται και κυριεύεται αυτός ο λαός ανέξοδα και σε σύντομο χρονικό διάστημα. Και επειδή η ιστορία και ο πολιτισμός του είναι τα στοιχεία που τον προσδιορίζουν και αυτά έχει ο καθένας ως διαφοροποιητικά στοιχεία από τον άλλον πρέπει να τα σπουδάζουμε κάτι που δεν γίνεται όσο και όπως θα έπρεπε.
Είτε γιατί ατενίζουμε το μέλλον κοντόφθαλμα είτε γιατί δεν ορθώνουμε το ανάστημα να χρησιμοποιήσουμε ιθαγενή στοιχεία στο σύγχρονο χάος. Οι ευεργέτες, τοπικοί και εννοώ όχι μόνον Ηπειρώτες, είτε εθνικοί δεν είναι γνωστοί αλλά και η πολιτεία δεν τους τοποθέτησε στην αρμόζουσα θέση. Ούτε φρόντισε να τους μαθαίνουν στα σχολειά και να παραδειγματίζονται οι νεότεροι. Ίσως, γιατί δεν είναι ελεύθερον το πεδίον δράσης σ’ αυτόν τον τομέα. Τόσο αγνοεί τα πράγματα που με παραξένεψε πραγματικά, όταν άκουσα ότι υπάρχουν σήμερα κληροδοτήματα που είναι ανενεργά. Και δεν εννοώ αυτά που κατέστησε ανενεργά με τη δέσμευση των χρημάτων στις αρχές του αιώνα το καθεστώς της Ρωσίας. Αναφέρομαι κατά κύριο λόγο σε κείνα που για ανεξήγητους λόγους οι υπεύθυνοι να τα ενεργοποιήσουν τα αφήνουν ανενεργά. Δεν κάνω λόγο, φυσικά, για την έκφραση ευγνωμοσύνης που πρέπει να δείχνουμε και την καλλιέργεια σεβασμού απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Αυτά είναι αμελητέα ποσότητα και δεν παρατηρούνται ούτε σε κείνους που ευεργετούνται άμεσα.
Υπό την έννοια αυτή τα λόγια της αυτοκρατόρισσας της Ρωσίας μοιάζουν εξωγήινα, όταν απευθυνόμενη στον Ζώη Ζωσιμά, το γνωστό Ηπειρώτη στην καταγωγή Εθνικό Ευεργέτη του λέει επαινετικά τα εξής:
Κύριε Ζωσιμά!
“Αι ευεργεσία τας οποίας καθημερινώς κάμνετε εις τους ομογενείς σας και εις το γένος των Ρώσων είναι και εις Ημάς και εις τον Αυτοκράτορα γνωσταί. Εξακολουθείτε το θεάρεστον τούτον έργον και έστε πεπεισμένοι ότι παρά τας ευαριστίας Ημών και αι ευλογίαι των ευεργετουμένων φθάνουσιν εις τον ουρανόν» Και έπειτα στραφείσα προς τους ομογενείς μας είπεν, «τον άνδρα τούτον, ω Γραικοί, πρέπει μεγάλως να σέβησθε και να τον θεωρείται ως καύχημα του γένους σας». Όταν έλεγε αυτά, ήξερε πολύ καλά ποιον είχε απέναντί της. Γνώριζε τις διαστάσεις του φαινομένου, γιατί ο Ζωσιμάς ήταν ένας από αυτούς που ευεργετούσαν και τη Ρωσική κοινωνία. Αλλά και ο Κυβερνήτης της Ελλάδας, ο Ιωάννης Καποδίστριας, γράφοντας μία ευχαριστήριο επιστολή στον Νικόλαο Ζωσιμά, στη Μόσχα, στις 23 Δεκεμβρίου του 1828 του λέει: «Μετά μεγάλης ευγνωμοσύνης λαμβάνει η Κυβέρνησις τα εικοσιτέσσερα κιβώτια των βιβλίων α δωρίζετε προς Χριστιανικήν και επιστημονικήν εκπαίδευσιν της Ελληνικής νεολαίας…μετά της αυτής ευγνωμοσύνης θέλομεν υποδεχθεί και όσα έτι υπόσχεσθε να μας στείλετε…».
Φυσικά, τα λόγια αυτά των δυο κυβερνητών είναι ενδεικτικά για το φαινόμενο της ευεργεσίας στη ζωή και για τη θέση που τους προόριζε η τότε κοινωνία σε σχέση με τη σημερινή.

Απόψε ο Ηπειρωτικός Σύλλογος με την πρωτοβουλία του αυτή –φυσικά έχουν γίνει κατά καιρούς και άλλες –ξαναθυμίζει το ζήτημα των ευεργετών και φαντάζομαι πιστεύει ότι σε ανθρώπους που στάθηκαν στη ζωή τους γενναίοι με έργα, πρέπει με έργα να εκφράζονται και οι τιμές, όπως δηλώνει και ο Θουκυδίδης αποχαιρετώντας τους νεκρούς του πολέμου. Έργα τέτοια, λοιπόν, που σχεδίασε και ο Σύλλογος των Ηπειρωτών για τους Ηπειρώτες Ευεργέτες και που θα έχετε την ευκαιρία να τα γνωρίσετε όλοι σας από τα εκπαιδευτικά CD που ετοίμασε, επιλογή που με απαλλάσσει και μένα από το να καταπονήσω την υπομονή σας με λεπτομέρειες γύρω από το θέμα. Υπό την έννοια αυτή τα συγχαρητήρια είναι μηδαμινή μνεία για όσους εργάστηκαν για αυτή την εκπαιδευτική πράξη που θα αναθερμάνει και θα στερεώσει τη μνήμη.
Γιατί είναι πολύ σημαντικό να φέρνει κανείς στη μνήμη του και να τιμά τους ανθρώπους που πρόσφεραν στο σύνολο. Γιατί το σύνολο ως υπερκείμενη έννοια περιλαμβάνει το εγώ και είναι το άθροισμά τους.

Επομένως, ό,τι συμβαίνει στο σύνολο διαχέεται στα εγώ, ενώ δεν συμβαίνει και το αντίθετο. Εξάλλου, η μνήμη είναι ο ομφάλιος λώρος που τροφοδοτεί και στερεώνει την πορεία, ιδιαίτερα σήμερα που σημειώνεται μια ρήξη με το παρελθόν και μια ανατροπή, θα την έλεγα «κοινωνική αταξία», η ισορροπία της οποίας δεν φαίνεται, προς το παρόν, να αποκαθίσταται. Ούτε η αναφορά αυτή στη μνήμη στέκεται εμπόδιο στην πρόοδο και στο καινούργιο, όπως θα ισχυριζόταν κανείς, Αντιθέτως, στη σύνθεση των πολιτισμών και στη δημιουργική γονιμοποίησή τους η αναφορά ή η γνωριμία με τη μνήμη αποτελεί τη βάση για το καινούργιο μόρφωμα. Είναι το οξυγόνο και η ανάσα στη δημιουργία.

Όμως, η κοινωνία μας αυτή τη μνήμη, αυτούς τους ανθρώπους που διαθέτουν το χρόνο πέρα από το άτομό τους, όταν οι άλλοι καθεύδουν προκλητικά, ή όταν, όπως εν προκειμένω, διαθέτουν ολόκληρη την περιουσία τους, τους καρπούς μιας ζωής, δεν έχει συνηθίσει, δυστυχώς, όχι μόνον εν ζωή, μα ούτε και μετά θάνατον, να τους τιμά, ούτε συνηθίζει να γνωρίζει πράγματα για τη ζωή ανθρώπων που διέθεσαν το έχος τους στην κοινωνία. Αντί αυτού ο σύγχρονος άνθρωπος υπερτιμώντας φανερά, το βλέπουμε καθημερινά, άλλωστε αυτό, τις τρομερές τεχνολογικές επιδόσεις, συνεχίζει όχι μόνο να υποτιμά τις αξίες, αλλά και να δίνει –και αυτό είναι το ανησυχητικό - προβάδισμα στους ευκαιριακά λάμποντες αστέρες, κενοί κατά τα άλλα ουσιαστικού περιεχομένου. Τους δίνει βήμα έκφρασης και τους καταξιώνει ως διαμορφωτές συνειδήσεων. Είναι ανάγκη, σήμερα όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία της χώρας μας, να δώσουμε όνειρα πέρα από την αφθονία του σύγχρονου ανθρώπου, να δώσουμε φως στις τυφλές εκείνες δυνάμεις που αιχμαλώτισε η επιστήμη, για να γιομίσει αυτό το κενό που μας κάνει να νιώθουμε πως είμαστε ένα πήλινο παρελθόν. Υπ’ αυτό το πρίσμα η τιμή στη μνήμη των ανθρώπων που ξόδεψαν τις δυνάμεις τους και τον πλούτο τους για το ανθρώπινο όνειρο είναι ένα ελπιδοφόρο μήνυμα στην άνυδρη πνευματικά εποχή μας.
Αλλά όλοι θα συμφωνήσουμε, φαντάζομαι, ότι είμαστε ή πρέπει, τουλάχιστον, να είμαστε όντα που επιβάλλεται να αναζητούμε στη ζωή νοήματα και υπό την έννοια αυτή μας δίνεται και η δυνατότητα να τοποθετήσουμε και τη ζωή μας σε ένα ευρύτερο πλαίσιο στόχων και σκοπών.
Μας απασχολούν το ίδιο οι καταθλιπτικές και χαοτικές καταστάσεις που συναντάμε στη ζωή μαζί με κείνες που δίνουν νόημα και κάποια αξία. Έτσι, ο ορατός και υλικός κόσμος δεν είναι ή δεν πρέπει να είναι και η μοναδική στόχευση. Η ζωή είναι και κάτι πιο πέρα από αυτά. Η κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων από αρχής συνδέεται με κινήσεις αλληλοβοήθειας προς το συνάνθρωπο, πρώτα προς το συγγενικό περιβάλλον και άμεσο κοινοτικό, για να επεκταθούν ευρύτερα στην κοινωνία και την ανθρωπότητα δημιουργώντας έτσι ένα πλέγμα σχέσεων που διαπνέονται από φιλαλληλία και αγάπη προς το συνάνθρωπο. Είναι υπόθεση αιώνων η δημιουργία αυτής της αντίληψης, το «εγώ», δηλαδή να φωλεύει στο «εμείς» και να σιγουρεύεται κανείς με την ιδέα πως όταν ευτυχεί το σύνολο μέρος αυτής της ευτυχίας απολαμβάνει και το άτομο.

Ο πρώτος επώνυμος ευεργέτης της ανθρωπότητας γνωστός από τον τραγικό ποιητή της αρχαιότητας τον Αισχύλο ήταν ο Προμηθέας – θα ήταν, υποθέτω, και πολλοί ως τότε άλλοι ανώνυμοι που σήκωναν το χέρι βοηθείας στο συνάνθρωπό τους με πιο απλές ενέργειες – ο Προμηθέας, λοιπόν, που ανέβηκε στον Όλυμπο και έκλεψε τη φωτιά, το φως της γνώσης, και το πρόσφερε, σημαντική ωφέλεια, στους ανθρώπους. Και αν αυτό είναι στη σφαίρα της μυθολογίας και της λογοτεχνικής μετάπλασης, στη φαντασία δηλαδή, δεν άργησε να γίνει και κοινωνική πραγματικότητα αργότερα με τη θεσμοθετημένη μορφή των χορηγιών στην αρχαία Αθήνα, η υποχρέωση δηλαδή του πλούσιου Αθηναίου πολίτη να καταβάλει τα έξοδα του χορού στο ανέβασμα δράματος στη γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων, άσχετα αν στην πορεία η λέξη έχασε εν μέρει το πραγματικό της νόημα που είναι η καταβολή χρημάτων για την πραγματοποίηση ενός έργου κοινής ωφελείας και ντύθηκε με ξένο ένδυμα (σπόνσορας) και ο σκοπός ευρύτερος, όπως διαφήμιση, προβολή κτλ. Αλλά και η ευαγγελική ρήση υιοθέτησε κατεξοχήν αυτό το πνεύμα της προσφοράς στο συνάνθρωπο και την κοινωνία με τρόπο που συνοψίζεται στο: «αυτός που ελεεί το φτωχό, δανείζει το Θεό».
Στο παραπάνω πλαίσιο κινήθηκαν με ανιδιοτέλεια, ψυχική ανωτερότητα και βαθύ αίσθημα προσφοράς και αγάπης για την πατρίδα και τον συνάνθρωπο πάρα πολλοί Ηπειρώτες, χωρίς να αγνοούμε και το σύνολο σε εθνικό επίπεδο των ευεργετών, και τοποθετώντας το «εγώ» στο «εμείς» ακούμπησαν στην πατρίδα τον ιδρώτα της ξενιτιάς. Και τον διέθεσαν περισσότερο σε ένα σημαντικό κεφάλαιο, αυτό της παιδείας, για την ανάταξη του γένους και την εδραίωση της νεοελληνικής αναγέννησης τότε, αλλά και για την υγεία και την κοινωνική πρόοδο. Η σκλαβιά και η ορεινότητα του εδάφους τούς ώθησαν μακριά από την πατρίδα έως και τις Ινδίες και την Αίγυπτο και σήμερα παντού. Η κυριότερη ασχολία τους είναι το εμπόριο που απέφερε σημαντικά κέρδη.

Ποιο είναι το πορτρέτο του ευεργέτη; Όλοι τους είχαν ως μέλημα και μάλιστα κύρια φροντίδα αφενός μεν την προετοιμασία του γένους για την απελευθέρωση με τη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών που θα την εγκαθιδρύσουν καλύτερα και αφετέρου την ίδια την κοινωνία και την καθημερινότητά της. Ο ρόλος που διαδραμάτισαν την περίοδο της απελευθέρωσης οι εθνικοί ευεργέτες ήταν καθοριστικός για τη μετέπειτα διαδρομή της Ελλάδας. Αυτό είναι εύκολο να το διαπιστώσει κανείς, αν ακούσουμε προσεκτικά στο σημείο αυτό έναν ενδεικτικό κατάλογο δραστηριοτήτων τους. Καταρχάς υπήρξαν πρωτεργάτες στη σύσταση της Φιλικής Εταιρείας, στις προτεραιότητές τους είχαν πάνω από όλα την πνευματική αναγέννηση του έθνους, γιατί πίστεψαν πως μόνο η παιδεία θα φέρει και τη λευτεριά. Έπειτα, στήριξαν την ίδια την επανάσταση στέλνοντας χρήματα για την κάλυψη του τεράστιου κόστους, στήριξαν ακόμη το νεοσύστατο ελληνικό κράτος διαθέτοντας χρηματικά ποσά, στήριξαν τους ίδιους τους συμπατριώτες τους καλύπτοντας σημαντικές βιοποριστικές ανάγκες, χτίζοντας εκκλησιές πέρα από την έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος ή την κάλυψη των μεταφυσικών τους αναζητήσεων μερίμνησαν για τη διατήρηση αυτού του συνεκτικού δεσμού που κράτησε αναλλοίωτη τη θρησκευτική πίστη και μαζί με αυτή την κοινή προσπάθεια για την απελευθέρωση του γένους. Σπάνια αναφέρονται στον εαυτό τους, τους αγώνες τους, τις περιπέτειες και τις πικρίες της ζωής, «έζησαν αφανώς κα εν χριστιανική ταπεινοφροσύνη».
Επέλεξαν, λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι την εργασία στην ξενιτιά, την αποταμίευση και διαχείριση του πλούτου που αποκτούσαν όχι για ατομικό όφελος. Διαπνέονταν από αισθήματα πατριωτισμού και αγάπης προς τον συνάνθρωπο και σκέφτηκαν τρόπους να τον διαθέσουν για τις δυο παραπάνω περιπτώσεις. Νομίζω ότι δεν θα είμαι κουραστικός στο σημείοαυτό να διευκρινίσω τους δρόμους που βρήκαν για να υλοποιήσουν την επιθυμία τους, Οι λέξεις «Ίδρυμα», «Κληροδότημα», «Κληροδοσία», «Ελέη», «Δωρεά» είναι στο καθημερινό μας λεξιλόγιο και σπεύδω να πω ότι αυτές έχουν έναν κοινό παρανομαστή. Είναι η προσφορά για το κοινό όφελος.
Σε όλα τα ιδρυτικά Φύλλα των εφημερίδων του Κράτους στα οποία δημοσιεύονται οι εγκρίσεις για την ίδρυση οποιουδήποτε κοινωφελούς ιδρύματος φαίνεται πως εκλαμβάνονται ως ταυτόσημες οι λέξεις Ίδρυμα και Κληροδότημα και με αυτές εννοείται εδώ ένα ιδιαίτερο νομικό πρόσωπο με αγαθοεργό, επιστημονικό κα κοινωφελή σκοπό. Υπό την έννοια αυτή παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή, γιατί συμπληρώνουν ακριβώς ελλείψεις του επίσημου κράτους. Καλλιεργείται σ’ αυτά ή με τη φροντίδα τους η έρευνα, διαφυλάσσουν τα ίδια πολύτιμα αρχεία για την ιστορική και εθνική μνήμη. Επεκτείνονται στην περίθαλψη, την κοινωνική πρόνοια και γενικά την ενίσχυση ατόμων με ειδικές ανάγκες (νοσοκομεία, γηροκομεία, παιδικοί σταθμοί, κτλ) ή καλύπτουν πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς. Πολύ κοντά σε όλα αυτά βρίσκεται και η έννοια της κληροδοσίας που είναι η απόκτηση περιουσιακών στοιχείων με κάποια διαθήκη, χωρίς την έννοια της κληρονομιάς, γιατί κληρονόμος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πήρε ή δικαιούται να πάρει κληρονομιά και γίνονται όλα αυτά με διαθήκη ιδιόγραφη ή δημόσια, δωρεά, συμβόλαιο δωρεάς. Αλλά λίγη σημασία έχει, νομίζω, πως θα αποκαλέσουμε αυτή την ανθρώπινη, θεάρεστη και εθνικά ωφέλιμη πράξη των συνανθρώπων μας
Αρκεί και μόνον μια απλή αναφορά σε μερικά από τα ονόματα και τα δημιουργήματά τους, -γιατί πρέπει να ακουστούν στην αίθουσα αυτή - για να αντιληφθεί ο καθένας το μέγεθος του εγχειρήματός τους: Ζάππειο, Αρσάκειο, Τοσίτσειο, Ακαδημία Αθηνών, Πανεπιστήμιο, Πολυτεχνείο, Αστεροσκοπείο, Εθνική Βιβλιοθήκη, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Βαρβάκειο Λύκειο, Στάδιο, Σχολή Ευελπίδων, Ριζάρειος Σχολή και ασφαλώς και άλλα παρόμοια που κοσμούν την Αθήνα. Αναλογίζεται κανείς πόσο σημαντική είναι η προσφορά αυτή στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος; Δεν έχουμε το χρόνο να τα περιγράψουμε όλα αυτά και να αποδώσουμε έτσι την πραγματική διάσταση του φαινομένου ούτε και να αναλύσουμε τη σπουδαιότητα των κειμένων αυτών, εννοώ των διαθηκών και των συμβολαίων, πέραν της ιστορικής.
Αλλά και πόσο πιο σπουδαία από όλα αυτά είναι η πνευματική προσφορά των σχολών που ίδρυσαν και λειτούργησαν στα Γιάννινα από το 17ο αιώνα, σε μια κρίσιμη περίοδο για τον Ελληνισμό, και τα ανέδειξαν «πρώτα στ’ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα». Η σχολή Γκιούμα, έμπορος στη Βενετία, η σχολή του Μαρούτση, και αυτός έμπορος στη Βενετία, η Καπλάνειος του Ζώη Καπλάνη. Ποιος δεν έχει, άλλωστε, ακούσει για τη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων που ιδρύθηκε το 1828 και ποιος ξέρει σε τι αριθμό φτάνουν οι απόφοιτοί της μέχρι σήμερα.
Μετά την απελευθέρωση και τη στερέωση του πρώτου ελληνικού κράτους η προσφορά τους στράφηκε, βεβαίως, και προς άλλες δράσεις εξακολουθώντας να είναι σημαντική. Παραμένει η φροντίδα για τους αναξιοπαθούντες συνανθρώπους τους, επεκτείνεται η αγάπη για την παιδεία και τα γράμματα πέρα από την ενίσχυση των σχολείων, και την επιβράβευση των καλύτερων μαθητών στην εξέλιξη της επιστήμης και στη διευκόλυνση των νέων που θέλουν να σπουδάσουν, προστίθεται η δημιουργία έργων υποδομής στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, προστίθεται η παροχή καλύτερης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και η αποκατάσταση των ανύπαντρων κοριτσιών εξασφαλίζοντας την απαλλαγή από το δυσβάστακτο βάρος της προίκας. Παραμένει η ενίσχυση των εκκλησιών και η τέλεση μνημόσυνων για την ανάπαυση των ψυχών τους.
Αν θέλει κανείς να αποτιμήσει τα πράγματα με αριθμούς –δεν έχει, βεβαίως, και τόση σημασία- πρέπει να πούμε ότι τα Αγαθοεργά Καταστήματα ως συνέχεια του ταμείου των «Ελεών» είναι το παλαιότερο καθίδρυμα που λειτουργεί στα Γιάννινα από τα τέλη του 18ου αι. Τα αγαθοεργά ενισχύουν όλους τους κοινωφελείς σκοπούς που αναφέρει ο Ζωσιμάς στη διαθήκη του. Στην πορεία το ταμείο των Αγαθοεργών ενισχύθηκε από πολλούς ακόμη ευεργέτες οι οποίοι κληροδότησαν σ’ αυτά σημαντικά περιουσιακά στοιχεία με τη μορφή κληροδοσιών και δωρεών. Σήμερα στα Γιάννινα υπάγονται τριάντα ενεργές κληροδοσίες και δεκαεννιά δωρεές. Παράλληλα, λειτουργούν και τα επτά σχολικά συγκροτήματα ιδιοκτησίας των Αγαθοεργών τα οποία παραμένουν δωρεάν στο Ελληνικό Δημόσιο με τη μορφή χρησιδανείου. Η προσφορά αυτή είναι σημαντικότατη, αν αναλογισθεί κανείς ότι το 2000 το 60% περίπου του συνόλου των μαθητών του Νηπιαγωγείου, Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου της πόλης των Ιωαννίνων στεγάζονταν σ’ αυτά. Σ’ αυτά, επίσης, υπάγεται και το Γηροκομείο Ζωσιμάδων το οποίο λειτουργεί πάνω από 150 χρόνια. Στην Πρέβεζα υπάρχουν περίπου τριάντα τέτοια κληροδοτήματα, στην Άρτα περίπου πενήντα και στην Ηγουμενίτσα περίπου δεκαπέντε.

Η Ηπειρωτική ευεργεσία, κυρίες και κύριοι είναι μια διηνεκής πράξη. Υπάρχουν και σήμερα ευεργέτες και δωρητές. Πράγματι, η Ήπειρος ανέδειξε κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας και αργότερα τους πιο πολλούς αγαθοποιούς και τους ονομαστότερους τοπικούς και εθνικούς ευεργέτες και δίκαια αποκλήθηκε και για άλλους λόγους πανελληνίως «εύανδρος» γη. Το φαινόμενο αυτό συγκινεί και προβληματίζει. Η πολιτεία ως ελάχιστο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης και προς αυτούς και προς τους νεότερους έχει χρέος να διασφαλίσει με τη φροντίδα της δυο πράγματα: τη μνήμη των ανθρώπων αυτών συνδέοντάς την με την τοπική ιστορία και τον πολιτισμό και την ομαλή λειτουργία όλων των κληροδοτημάτων και ιδρυμάτων σεβόμενη σε κάθε περίπτωση τη βούληση του διαθέτη σε συνδυασμό με τη συνδρομή της σχετικής νομοθεσίας. Επίσης, στην παραπάνω υποχρέωση που είναι τρόπον τινά υποχρέωση σε εθνικό επίπεδο μπορούν και κατά τόπους οι διάφοροι φορείς και περιφέρειες σε συνεργασία να δημιουργήσουν ένα χώρο κατά το δυνατόν επισκέψιμο από το ευρύτερο κοινό και προπάντων από τα σχολεία με εκθέματα από τη ζωή και τη δράση αυτών των ανθρώπων, για να αποτελούν όλα αυτά πέρα από την έκφραση της ευγνωμοσύνης προς αυτούς μια συνεχή υπόμνηση για τον άνθρωπο, συνάνθρωπο και το εθνικό χρέος, ως εκείνη την ημέρα που δεν θα έχουμε την ανάγκη ευεργετών.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος με αφορμή το θάνατο του Εθνικού Ευεργέτη Γρηγορίου Μαρασλή μεταξύ άλλων ανέφερε τότε στην εφημερίδα «Αθηνά» για τους ευεργέτες και τον ευεργετισμό γενικά . «Καθενός το όνειρο είναι να γίνει μιαν ημέρα εθνικός ευεργέτης. Συνήθως γεννάται πτωχός, εκπατρίζεται και αρχίζει την βιοπάλη ως υπηρέτης. Έπειτα προάγεται εις υπάλληλον, εις παντοπώλην, εις έμπορον εις συνεταίρον του προϊσταμένου του. Πλουτίζει, νυμφεύεται και μένει άπαις. Κάποτε αρχίζει τα δωρεάς και ζων. Αλλά θνήσκων ζάπλουτος κληροδοτεί την περιουσία του εις το έθνος. Είναι ο τύπος του νεωτέρου Έλληνος εθνικού ευεργέτου. Και όμως οι εθνικοί ευεργέται δεν είναιτο υπέρτατον θαύμα του πολιτισμού και της προόδου. Η καλυτέρα ευχή ενός αληθινού και φωτισμένου φίλου της Ελλάδας θα ήτο να ανατείλει γρήγορα η εποχή κατά την οποίαν η πατρίς μας δεν θα έχει πλέον ανάγκη ευεργετών…».

Ευχαριστώ
Βιβλιογραφία:

Εργολάβος Σπύρος, Ηπειρωτικά Κληροδοτήματα, Ιωάννινα 1998.
Μπέττης Στέφανος, Ηπειρωτική Ευποιΐα ή βιογραφική Συλλογή Ηπειρωτών Ευεργετών της Τουρκοκρατίας, Γιάννινα 1982.
Τσιόδουλος Πέτρος, Παιδεία και Κοινωνία τον 19ο και 20ο αιώνα. Ο ρόλος των Κληροδοτημάτων στο νομό Ιωαννίνων (διδακτ. Διατριβή), Ιωάννινα 2010. Σύνδεσμος Αποφοίτων και Διδαξάντων Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων, Διαθήκη του Νικολάου Ζωσιμά, Ιωάννινα 1998.
Διαβάστε περισσότερα

Your rating: None Average: 5 (1 vote)

Νέα του Συλλόγου