Κανάλι YouTube

Είσοδος

Ρ

 

ράβδα (η):  μεγάλη βέργα που ραβδίζουν τις καρυδιές
ραγοβύζ' (το):  πιπίλα
ρακοκάζανο (το):  αποστακτήρας τσίπουρου
ρακοκανάτας (ο):  αυτός που πίνει πολύ τσίπουρο
ράμα (το):  σκοινί που χρησιμοποιούν οι ξυλοκόποι για τη χάραξη ευθείας
ραμαντάν’ς (ο):  ασουλούπωτος άνθρωπος
ραμί (το):  παιχνίδι με τράπουλα
ρεβά ή ριβά (επίρ.):  πλαγιαστά, λοξά
ρέβου (ρ.):  αδυνατίζω
ρεκάζου (ρ.):  κλαίω σπαράζοντας
ρεκομανάου (ρ.):  κλαίω δυνατά και ασταμάτητα
ρεμπελιάζου (ρ.):  τεμπελιάζω
ρεμπεσκές (ο):  απεριποίητος, ακατάστατος
ρεντζούλ’ (το):  κουρέλι
ρ'ζαύτ' (το):  κρόταφος
ριζίλ’ (το):  γελοιοποίηση
ριζό (το):  πρόποδες του βουνού
ριμ-ντιμ ():  εδώ κι εκεί
ριμπάπ’ (το):  ξυλοκόπημα
ρ'μάδ' (το):  ερείπιο, χάλασμα
ρογγίζου (ρ.):  κόβω δέντρα του δάσους για να δημιουργήσω χωράφια
ρογκάτσ’κο (το):  αρσενικό ζώο στο οποίο δεν πέτυχε ο ευνουχισμός
ρόκα (η):  καρπός καλαμποκιάς, διχαλωτό ξύλο για το γνέσιμο του μαλλιού
ροκιά (η):  το φυτό της καλαμποκιάς
ροκόφ’λλο (το):  ένα από τα φύλλα που καλύπτουν τον καρπό της καλαμποκιάς
ρουμπουέλατο (το):  κουκουνάρι του έλατου
ρουπακιά (η):  περιοχή με χαμηλά πουρνάρια
ρουπώνου (ρ.):  χορταίνω
ρούσος (ο):  ξανθός
ρουχνάου (ρ.):  ροχαλίζω
No votes yet

Νέα του Συλλόγου