Κουτσιμάνης Γεώργιος

Ο Γεώργιος Κουτσιμάνης του Ευαγγέλου γεννήθηκε το 1915 στην Κοζάνη.
Οι προ παππούδες του ήταν από τα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου και ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν στην Κοζάνη την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Το επίθετό τους μάλιστα σύνθετο, χαρακτηρίζει σύμφωνα με άλλη εκδοχή , κάποιον παππού του Γεωργίου που όπως διασώζεται ήταν κουτσός από την Μάνη.
Ο πόλεμος βρίσκει τον Γεώργιο Κουστιμάνη , στρατιώτη. Ήδη τον Μάϊο του 1937 ήταν νεοσύλλεκτος.
Πολέμησε στην Αλβανία , κι όπως διηγείται ο γιός του Ευάγγελος Κουτσιμάνης, όνειρο του πατέρα του ήταν να επισκεφθεί ξανά την χώρα αυτή για να ξαναθυμηθεί τα μέρη όπου πολέμησε. Το όνειρό του έγινε πραγματικότητα μόλις άνοιξαν τα σύνορα, επί εποχής του Αλβανού πρωθυπουργού Αλία.
Επισκέπτεται την Κορυτσά και ξαναθυμάται τα όσα έζησε στις τοποθεσίες “τα τρία αυγά” και “στης γριάς το μνήμα”. Επισκέφτηκε το μαγαζί του "Κυριτζή" , στην οικία του οποίου έμενε την εποχή του πολέμου. Θυμάται μάλιστα πως τα Χριστούγεννα του 1940 αναγκάζονται ο ίδιος κι οι άλλοι στρατιώτες, να κλέψουν και να φάνε ωμό καλαμπόκι μια που οι ημιονηγοί λόγω των αποστάσεων και της κακοκαιρίας, δεν προλάβαιναν να φέρουν τρόφιμα σε όλους τους στρατιώτες.
Οι καιρικές συνθήκες μάλιστα, ήταν τόσο δυσμενείς που και οι ίδιοι οι στρατιώτες έφθαναν στο σημείο να λυπούνται τόσο πολύ τα ζώα (άλογα και μουλάρια) τα οποία από το πολύ χιόνι και τις συνεχείς διαδρομές είχαν απωλέσει το τρίχωμα στα πόδια τους μέχρι το γόνατό τους.
Παρά τις δυσκολίες όμως το φρόνημα και το κέφι των Ελλήνων στρατιωτών ήταν τέτοιο που προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα γέλιου και θαυμασμού.
Στον ελεύθερο χρόνο τους έπαιζαν με τις ψείρες που ήταν στην κυριολεξία ο πιο δύσκολος εχθρός τους, "μόνα ή ζγά" (μονά ή ζυγά) . Έβαζαν το χέρι τους μέσα από το χιτώνιό τους, έπιαναν τις ψείρες και τις άφηναν πάνω στο τραπέζι για να βγει ο νικητής του "μονά-ζυγά".
Άλλοτε πάλι όταν έσκαγε καμιά οβίδα δίπλα τους και γλύτωναν από του “χάρου τα δόντια” έλεγαν “Ζωή καλή και ζμί ζουμί ) από ρακί” για να δείξουν την ανδρεία τους αλλά και την εξοικείωσή τους με τον θάνατο.
Το Πάσχα του 1941, βρίσκει τον Γεώργιο Κουτσιμάνη εξαντλημένο από τις πορείες να γυρίζει πίσω στην Ελλάδα μαζί με άλλους φαντάρους . Είναι άρρωστος κι υποφέρει από μόλυνση στο πρόσωπο.
Φτάνοντας στο Βογατσικό της Καστοριάς ζητά από μια ηλικιωμένη γυναίκα λίγο γιαούρτι για να φάει . Η γυναίκα η οποία βιάζεται να πάει στα “μαύρα τα μανάλια” ( Μεγ. Παρασκευή) του δίνει γιαούρτι κι αυτός της προσφέρει ένα τάληρο, πρασινισμένο από την οξείδωση που είχε υποστεί λόγω του ιδρώτα του και το οποίο του είχε δώσει η μητέρα του, όταν έφυγε για το πόλεμο. Η γυναίκα το αρνείται , κι αυτός της το δίδει για την εκκλησία και της γράφει σε ένα πρόχειρο χαρτί το όνομά του και την διεύθυνση των δικών του , έτσι ώστε αν δεν τον προλάβαινε ζωντανό λόγω της αρρώστιας του και της εξάντλησης που ένιωθε , να ειδοποιούσε την μητέρα του.
Τελικά τα καταφέρνει και γυρίζει πίσω στην Κοζάνη . Η Μεγάλη Παρασκευή όμως σημαδεύει παντοτινά την ψυχή του, όπως και κάθε Μεγάλη Παρασκευή, όπου θυμούμενος την περιπέτειά του και το πως σώθηκε από θαύμα, δακρύζει συνεχώς .
(η εξιστόρηση των γεγονότων, έγινε από τον υιό του, Βαγγέλη Κουτσιμάνη, στον Δημ.Μαλάμη στις 5-11-10)