φαρσί (επίρ.): | άπταιστα |
φελί (το): | κομμάτι πίτα |
φίσκα (επίρ.): | γεμάτο |
φλακαράου (ρ.): | φτερουγίζω |
φλισούρ' (το): | μεγάλο πλήθος |
φούρκα (η): | ξύλο με διχάλα για υποστύλωμα |
φ'σκί (το): | κοπριά (φουσκί) |
φ'τ'λιές (οι): | συκοφαντίες |
φ'τσέλα (η): | ξύλινο βαρέλι για μεταφορά και αποθήκευση νερού |
φώλ' (το): | το αυγό που υπάρχει πάντα στη φωλιά για να γεννάει η κότα |
φωτίκια (τα): | ρούχα ή δώρα που δίνει ο νονός στον αναδεχτό |