Τ

 

σάισμα (το):  κλινοσκέπασμα ή στρωσίδι φτιαγμένο από μαλλί τράγου
σαλαγάου (ρ.):  διώχνω με φωνές τα ζώα
σάματ' (επίρ.):  μήπως
σαούρα (η):  μεγάλη ησυχία
σαρμανίτσα (η):  κούνια μωρού
σγαρλάου (ρ.):  ανασκαλεύω
σιάδ' (το):  ίσιωμα
σιαμουρλός (ο):  παλαβός
σιγκούν’ (το):  μάλλινο υφαντό αμάνικο πανωφόρι, που φορούσαν οι γυναίκες όταν φορτώνονταν
σίδερο (το):  δόκανο
σιουράου (ρ.):  σφυρίζω
σιούτα (η):  κατσίκα χωρίς κέρατα
σκ’λί (το):  σκυλί
σκ’λίκ' (το):  σκουλίκι
σκαμνιά (η):  μουριά
σκαφίδα (η):  μεγάλη ξύλινη λεκάνη
σκέλ'σμα (το):  μάτιασμα
σκιόρεμα (το):  κακομούτσουνος άνθρωπος
σκόπ' (το):  ξύλο
σκούπρα (τα):  σκουπίδια
σ'μπάου (ρ.):  συνδαυλίζω τη φωτιά
σούμπρο (το):  το μέσα μέρος του καρυδιού που τρώγεται
σουργούν’ (το):  ρεζίλι
σπρούχν' (η):  καυτή στάχτη με κάρβουνα
σταφνίζομαι (ρ.):  στολίζομαι
στούκ’ (το):  χαρτοπαίγνιο
στουμπάου (ρ.):  χτυπάω με δάρτι, γουδοχέρι ή πέτρα
στραβοτσιάουλος (ο):  αυτός που έχει στραβό σαγόνι
στραγγ'λάου (ρ.):  στραμπουλάω
σφαϊό (το):  έντονος πόνος
σφάλαγκας (ο):  αράχνη
σφαλαγκωνιά (η):  ιστός αράχνης
No votes yet