Ο

 

οϊδίζου (ρ.):  μοιάζω
ολοσούσουμος (επίθ.):  με όλο του το σώμα, ολόκληρος
όμπυο (το):  πύο
οντάς (ο):  το επίσημο δωμάτιο
όξου (επίρ.):  έξω
οργιά (η):  μέτρο μήκους ίσο με το άνοιγμα των χεριών στα πλάγια
όρνιο (το):  μεγάλο αρπακτικό πουλί, κουτός άνθρωπος
όρσε (επιφ.):  ορίστε, πάρε
ουδεκεί (επίρ.):  κοντά, δίπλα
ούι, ούι (επιφ.):  αχ, οχ
ούλος (επίθ.):  όλος
ουρμηνεύου (ρ.):  συμβουλεύω
ουρμήνια (η):  συμβουλή
ουρσίδα (η):  νεροφάγωμα εδάφους από ραγδαία βροχή
όχτος (ο):  τοίχος στο κάτω μέρος των χωραφιών
No votes yet